Μεξικό, 1939. Μία ημέρα από τη ζωή του Τζέφρι Φέρμιν, καθώς ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ετοιμάζεται να ξεσπάσει στην Ευρώπη και στη μικρή πόλη του μεξικανικού νότου γιορτάζεται η Ημέρα των Νεκρών. Ο Φέρμιν είναι εκεί Βρετανός πρόξενος, βυθισμένος στο πάθος του για το αλκοόλ και σε μια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά όμοια με τον παγκόσμιο χάρτη που καταρρέει. Ανίκανος να ελέγξει τον εθισμό του και τα συναισθήματα που νιώθει για την προδοσία του ετεροθαλούς αδελφού του, Χιου, ενός ιδεαλιστή νομάδα, και της πρώην σύζυγου του, Ιβόν, η οποία επιστρέφει με ελπίδες επανένωσης, χάνει σταδιακά τη μάχη με τους προσωπικούς του δαίμονες.
Σχεδόν αυτοβιογραφικό, το ομώνυμο, κορυφαίο μυθιστόρημα του Μάλκολμ Λόουρι, με το ποιητικό ύφος του να ακολουθεί λιγότερο μια πλοκή και περισσότερο τις πυρετώδεις σκέψεις ενός αλκοολικού, υπήρξε πάντα ένα έργο διαβόητο μεταξύ άλλων για τη φήμη του ως αδύνατο να διασκευαστεί κινηματογραφικά, έναν άθλο που πολλοί σκηνοθέτες πριν από τον Χιούστον (ανάμεσά τους ο Λουίς Μπουνιουέλ, ο Τζόζεφ Λόουζι, ο Ζιλ Ντασέν και ο Κεν Ράσελ) είχαν μάταια προσπαθήσει να φέρουν εις πέρας.
Ο Χιούστον, 78 ετών όταν γύρισε την ταινία, αποφεύγει τον σκόπελο αυτό, υιοθετώντας μια φαινομενικά απλή, γραμμική αφήγηση για να διηγηθεί την ιστορία του Τζέφρι Φέρμιν, ενός Βρετανού πρώην διπλωμάτη που παρά την απαλλαγή του από τα επαγγελματικά του καθήκοντα αρνείται να επιστρέψει στην πατρίδα του, επιλέγοντας, θαρρείς, τη μικρή μεξικανική πόλη της Κουερνεβάρκα για να πεθάνει, πνίγοντας στο ποτό τον πόνο του για την εγκατάλειψή του από τη σύζυγό του.
Οταν εκείνη επιστρέφει, σαν απάντηση μιας μεθυσμένης προσευχής του, μπορεί ο ερχομός της να μοιάζει αρχικά με ευλογία, σύντομα όμως ανοίγει τα τραύματα μιας παλιάς προδοσίας, σπρώχνοντάς τον ακόμα πιο μακριά από τους αγαπημένους του και πιο κοντά στο χείλος της καταστροφής.
Παρά τους όποιους αναγκαίους αφηγηματικούς συμβιβασμούς, ο Χιούστον διατηρεί ωστόσο το φαταλιστικό πνεύμα κι ένα μέρος από την παραισθησιογόνο ποιότητα του βιβλίου, απεικονίζοντας με το αυθεντικό δέος ενός μελλοθάνατου –και ποτέ τουριστικά– τη μυστικιστική ατμόσφαιρα της πόλης κατά τη διάρκεια του εορτασμού της Ημέρας των Νεκρών.
Δεν είναι παράδοξο να κατανοήσει κανείς γιατί ο Χιούστον επέμεινε όσο κανείς άλλος να κάνει πραγματικότητα μια διασκευή ενός τόσο δυσπρόσιτου κινηματογραφικά βιβλίου. Βασανισμένος κι αυτός από το παροιμιώδες πάθος του για το αλκοόλ, κατόρθωσε όσο ελάχιστοι να απεικονίσει τον αδυσώπητο αυτό εθισμό ως ένα απεγνωσμένο καταφύγιο από την οδυνηρή πραγματικότητα κι από όσα ο ήρωάς του αδυνατεί να αντιμετωπίσει.
Κι αν σε κάποιες στιγμές το σενάριο μοιάζει να εγκλωβίζεται στιγμιαία στo στερεότυπο ενός -περίπου- ερωτικού τριγώνου ανάμεσα στο καταδικασμένο ζευγάρι και τον ετεροθαλή αδελφό του εθισμένου άνδρα, η συγκλονιστική ερμηνεία του Αλμπερτ Φίνεϊ, ασθμαίνοντος από το ένα μπουκάλι στο άλλο, ξεστομίζοντας μισοτελειωμένες φράσεις και καταπνιγμένα συναισθήματα, δεν αφήνει ούτε στιγμή περιθώριο ότι αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι τίποτα άλλο από την προσωπική οδύσσεια ενός ανθρώπου που πασχίζει μανιασμένα να κρατηθεί από τα τελευταία ψήγματα αξιοπρέπειας που του έχουν απομείνει.
Αβάσταχτα μηδενιστικό, ισορροπώντας ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον απόηχο μιας αρχαίας τραγωδίας, το «Κάτω από το Ηφαίστειο» αναδίδει, παρά τις οποίες αδυναμίες του, την αίσθηση μιας αναπόδραστης καθόδου προς την κόλαση, μέχρι τα τελευταία σπαρακτικά λεπτά.