To «Uncle Frank» έκανε την πρεμιέρα του, στις αρχές του χρόνου στο Φεστιβάλ του Sundance, και είναι ακριβώς το είδος του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά που συναντάς όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια στο φεστιβάλ της Γιούτα. Μια ταινία με καλές προθέσεις, άρτια στα τεχνικά της μέρη, καλλιγραφημένη και πλούσια σε ταλέντο σε όλες τις δημιουργικές της πλευρές, μα που με κάποιο τρόπο, δεν κατορθώνει να γίνει κάτι αληθινά ξεχωριστό, ούτε να έχει τον αντίκτυπο που θα ήθελες.
Η ιστορία της ταινίας του Αλαν Μπολ ξεκινά το 1969 στο πατρικό σπίτι του Φρανκ Μπλέντσο σε μια μικρή πόλη του αμερικάνικου νότου, στην οποία επιστρέφει από την Νέα Υόρκη όπου δουλεύει ως καθηγητής λογοτεχνίας στο NYU, για τα γενέθλια του εχθρικού απόμακρου πατέρα του. Εκεί η 14χρονη ανιψιά του Μπέτι, θα διδαχθεί από τον ίδιο ότι μπορείς να είσαι Μπεθ αν το θέλεις, και πως δεν χρειάζεσαι την άδεια και την επιβεβαίωση κανενός, για να είσαι ο εαυτός σου.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν η Μπεθ πια, έρχεται να φοιτήσει στο ίδιο πανεπιστήμιο, θα ανακαλύψει ότι ο Θείος Φρανκ δεν συγκατοικεί απλά με τον φίλο του Γουόλι, κι όταν τα νέα του θανάτου του πατέρα του τον αναγκάσουν να επιστρέψει πίσω στο πατρικό του, η Μπεθ θα του θυμίσει ακριβώς αυτό που της δίδαξε τέσσερα χρόνια πριν, πως δεν χρειάζεσαι την άδεια κανενός για να είσαι ο εαυτός σου.
Και κάπως έτσι, θείος κι ανιψιά και ο σύντροφός του κατά πόδας, θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι πίσω στην μικρή πόλη απ΄όπου κατάγονται, και πίσω στα μυστικά και τον πόνο που κρύβεται στην αγκαλιά της οικογένειάς τους, σε μια διαδρομή που θα δοκιμάσει τις αντοχές των δεσμών της, και θα αποκαλύψει την αληθινή πάστα από την οποία είναι φτιαγμένα τα μέλη της.
Ο Αλαν Μπολ, ο οποίος βάσισε το σενάριο του σε αληθινές ιστορίες από την δική του οικογένεια, θα ακολουθήσει τους χαρακτήρες του με ειλικρίνεια και τρυφερότητα, αν και συχνά υποκύπτοντας σε μελοδραματικές υπερβολές ή κωμικές ευκολίες, κάνοντας το φιλμ να πάρει μια σαφώς πιο προβλέψιμη τροπή στο δεύτερο μέρος του, μετά από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αρχή που σε εμπλέκει και σε αφορά.
Ομως ακόμη κι έτσι, κι ακόμη κι αν η απεικόνιση της αντιμετώπισης ομοφυλοφιλίας σε μια προ του Στόουνγουολ εποχή, είναι την ίδια στιγμή ακριβής αλλά και προβληματική για έναν σύγχρονο θεατή, το «Uncle Frank» παραμένει μια ταινία με ανοιχτή καρδιά και θετικό μήνυμα -ακόμη κι αν κατά στιγμές μοιάζει βεβιασμένο. Μια ταινία που θέλει να αγκαλιάσει όλο το εν δυνάμει κοινό της, κάτι που μπορεί να της στερεί την αιχμή ή την ένταση που θα μπορούσε να πετύχει, μα που τελικά σε συγκινεί και σε κερδίζει με την ειλικρίνεια και την γλυκύτητα της.
To «Uncle Frank» προβάλλεται στο Amazon Prime Video χωρίς ελληνικούς υπότιτλους