Ο Τζόζεφ, ένας άνεργος αλκοολικός, ένας γεμάτος οργή χήρος κυκλοφορεί σαν ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να ξεσπάσει ωμό θυμό με τον πρώτο κραδασμό - κλωτσά, απειλεί, φουντώνει, αφρίζει, σπάει, ματώνει. Η Χάνα, μία μεσοαστή σύζυγος, μία καλόκαρδη Χριστιανή, ανοίγει καθημερινά το φιλανθρωπικό μαγαζί μεταχειρισμένων ρούχων που δουλεύει, κρύβοντας αριστοτεχνικά το μυστικό του βίαιου γάμου της – χαμογελά, παρηγορεί, προσεύχεται, συντρέχει, συγχωρεί. Οταν οι δυο τους συναντηθούν, θα ξεκινήσει μία εσωτερική αλυσιδωτή αντίδραση, θα ξυπνήσει το ένστικτο της επιβίωσης, αυτό που θέλει να σταματήσει τον πόνο που έχεις τόσο καλά πιστέψει ότι αξίζεις.
Πώς μπορείς να εξανθρωπίσεις έναν (αντι)ήρωα που στην πρώτη κιόλας στιγμή της ταινίας, σε μια ανόητη έκρηξη θυμού, κλωτσάει το σκυλί του μέχρι που αυτό ξεψυχά στο πεζοδρόμιο; Κι όμως. Πιάνουμε τον εαυτό μας να περπατάει δίπλα στο κουφάρι του αυτοκαταστροφικού Τζόζεφ, αν όχι με κατανόηση, τουλάχιστον με βουβή καταφρόνηση. Ισως γιατί ο αριστουργηματικός Πίτερ Μάλαν τον ερμηνεύει χωρίς δικαιολογίες. Ισως γιατί ο Πάντι Κόνσινταϊν (ναι, ο πρωταγωνιστής των ταινιών του Σέιν Μέντοουζ και του Τζιμ Σέρινταν) σκηνοθετεί το αδιέξοδο της ζωής του χωρίς μελό υπογραμμίσεις ή συμβιβασμούς. Χρειάζεσαι δυο τρεις σκηνές να ακολουθήσεις τη διαδρομή του στο αιώνια υγρό, χειμωνιάτικο εργατικό τοπίο, μιας γειτονιάς όπου το απέναντι αγοράκι τη βγάζει στο πεζοδρόμιο όσο η μαμά κάνει σεξ με το παράσιτο «πίτμπουλ» νεότερο γκόμενό της, για να καταλάβεις πολλά. Πώς μεγάλωσε, πώς έζησε, πώς δεν έζησε ποτέ. Οταν τον βλέπεις στην μπάρα της παμπ, να ρουφά σκυφτός την μπύρα του και να φτύνει πικρόχολα σχόλια, οι βρισιές του σου φαίνονται τόσο κατανοητές, όσο και η σάπια αγγλική μοκέτα στο πάτωμα.
Ο Κόνσινταϊν χρησιμοποιεί τα σκυλιά ως ξεκάθαρο σύμβολο (καθώς αυτή η πρώτη ταινία του είναι στην ουσία ανάπτυξη της βραβευμένης μικρού μήκους του «Dog Altogether»). Tο πίτμπουλ έχει φάει τόσο ξύλο ώστε αμέσως επιτίθεται ανεξέλεγκτα. Το σκυλί του Τζόζεφ, παρατημένο έξω από το προποτζίδικο, βγάζει κραυγές χαράς και παράπονου όταν βλέπει το loser αφεντικό του να βγαίνει και εισπράττει θανάσιμες κλωτσιές στο κεφάλι. Η Χάνα έχει κουταβίσια μάτια και σκυλίσια πίστη – στον Χριστό, στον Ανθρωπο, στον άντρα της - όσο κι αν εκείνος ξεσπά την καρκινογόνο τοξική του ζήλεια με γροθιές στο πρόσωπό της. Το λούτρινο σκυλάκι του γειτονικού αγοριού είναι η τελευταία πλάνη της αθωότητάς του που σύντομα θα γίνει κομμάτια, γιατί απλά θα μεγαλώσει και θα συνειδητοποιήσει το περιβάλλον του.
Υπάρχει όμως διαφορά όταν θέλεις να καταγράψεις με τον φακό σου μία ιστορία μισανθρωπικής μιζέριας, ή όταν θέλεις να πλησιάσεις το τραύμα με τα μελανιασμένα σου μάτια ορθάνοιχτα, αλλά γεμάτα συμπόνια. Ο Κόνσινταϊν δεν εικονογραφεί τη βία, δεν της επιτρέπει να προκαλέσει για την πρόκληση, δεν καταφεύγει στην εύκολη λύση να την καρτουνοποιήσει. Περνάει τις πρώτες επιδερμίδες, κοιτά από κάτω, αφουγκράζεται και έχει την σκηνοθετική και σεναριακή αξιοπρέπεια να μην ξεστομίσει μασημένες τις αιτίες. Τους αγαπά τους ήρωές του, τους επιτρέπει μία κρυμμένη, δική τους ηθική – η σχέση του Τζόζεφ με το γειτονόπουλο, η πίστη του στον κολλητό του, το ενδιαφέρον του για τη Χάνα. Η ίδια η διαδρομή του προς την εξιλέωση έχει ξεκάθαρες αρχές που σου αφήνουν μία αχτίδα ελπίδας για τον άνθρωπο.
Και μετά είναι η Χάνα. Η Happy-Go-Unlucky Χάνα. Και η ερμηνεία της Ολίβια Κόλμαν (γνωστής στην Βρετανία ως τηλεοπτική κομεντιέν) που σε βουλιάζει, σε ρίχνει από ύψος στο τσιμέντο: σιωπηλή, φοβισμένη, με μάσκα και άμυνα την καλοσύνη, αλλά με τρομαχτικό απόθεμα πληγής που μπορεί να ανοίξει ανά πάσα στιγμή και να βγάλει όλο της το πύον. Η Κόλμαν κοιτάζει όπως και το σκυλί του Τζόζεφ – με πόνο και απορία για την μοίρα της. Αλλά αυτό καταφέρνει να σπάσει τον τοίχο του Τζόζεφ, να τον κάνει να κοιτάξει εξεταστικά την κατάντια του. Να βρει επιτέλους την έμπνευση να σώσει και να σωθεί.
Οι Τυραννόσαυροι στο «Τζουράσικ Παρκ» τράνταζαν το έδαφος απειλητικά αναγγέλοντας τον θανάσιμο ερχομό τους και σάρωναν ότι έβρισκαν στο πέρασμά τους. Εδώ δεν χρειάζονται μυθικά προϊστορικά πλάσματα ή ειδικά εφέ για να νιώσεις τον τρόμο. Τον βλέπεις στην εν δυνάμει καταστροφική ανθρώπινη φύση. Τον βλέπεις στα βλέμματα, στην οθόνη και στον καθρέφτη σου. Και τραντάζεσαι.