Οταν το φιλμ του Τζάστιν Τσάντγουικ ολοκληρωνόταν το 2014, το στούντιο των αδελφών Γουάινστιν έτρεφε ακόμα υψηλές οσκαρικές (και εισπρακτικές) προσδοκίες για την πορεία του. Και δεν είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί: δύο ήδη πολυβραβευμένοι ηθοποιοί (Κριστόφ Βάλτς, Τζούντι Ντέντς), η πιο ραγδαία ανερχόμενη (ακόμα τότε) Ευρωπαία ενζενί (Αλίσια Βικάντερ), ονόματα όπως ο Ζαν Γαλιφιανάκις και η Κάρα Ντελεβίν σε κάμεο εμφανίσεις, μια κοστουμαρισμένη ιστορία εποχής και καταραμένου έρωτα από αυτές που τόσο αγαπά να επιβραβεύει η Ακαδημία, σενάριο δια χειρός Τομ Στόπαρντ («Ερωτευμένος Σαίξπηρ», «Αννα Καρένινα»), βασισμένο στο best seller μυθιστόρημα της Ντέμπορα Μόγκα με φόντο τη φρενίτιδα του εμπορίου τουλίπας στην Ολλανδία του 17ου αιώνα - όλα αυτά θα ήταν αρκετά για να τσεκάρουν όλα τα απαραίτητα κουτάκια μιας ταινίας που διεκδικεί τουλάχιστον μια αξιοπρεπή θέση στην οσκαρική κούρσα.
Τρία ολόκληρα χρόνια και αναρίθμητες αναβολές αργότερα, από ένα στούντιο με διαβόητη προϊστορία στον κακό χειρισμό της διανομής των ταινιών του, είναι πλέον εμφανές ότι κάτι (ή μάλλον όλα) πήγαν στραβά σε αυτή τη φαινομενικά εγγυημένη συνταγή.
Με τη φιλοδοξία να βαδίσει στα χνάρια ταινιών όπως το «Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι» και ο «Λόγος του Βασιλιά» (δεν είναι τυχαίο ότι τα ονόματα τόσο του Τομ Χούπερ όσο και του Τζον Μάντεν του «Ερωτευμένου Σαίξπηρ» είχαν βρεθεί κάποια στιγμή ανάμεσα στους υποψήφιους σκηνοθέτες), ο «Πυρετός της Τουλίπας» στήνει το μοιραίο ερωτικό του τρίγωνο ανάμεσα σε μια νεαρή ορφανή, στον πλούσιο χήρο που αναγκάζεται να παντρευτεί για να γλιτώσει από την ανέχεια, και στον ζωγράφο που προσλαμβάνει ο σύζυγός της για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο τους.
Ενα φλογερό όσο και απαγορευμένο ειδύλλιο αναπόφευκτα θα ανθίσει σύντομα ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στη μούσα του, η οποία όχι μόνο αναγκάζεται να υφίσταται τις καθημερινές ερωτικές περιπτύξεις με τον αρκετά μεγαλύτερό της σύζυγο, αλλά αδυνατεί και να του χαρίσει τον απόγονο που θα εξασφαλίσει μια και καλή τη θέση της ως κυρίας του σπιτιού. Τα πράγματα περιπλέκονται από την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της ανύπαντρης υπηρέτριας, η οποία απειλεί να αποκαλύψει τις ατασθαλίες της άπιστης κυράς της μπροστά στο φόβο ότι θα βρεθεί στο δρόμο με την κοιλιά στο στόμα.
Το ότι η ιστορία της υπηρέτριας μοιάζει (δυνητικά) ικανή να υποστηρίξει μια πιο ενδιαφέρουσα ταινία από αυτήν που έχουμε μπροστά μας είναι μάλλον ενδεικτική για το ξεθυμασμένο ρομάντζο που βρίσκεται στο επίκεντρο του «Πυρετού». Με ανύπαρκτη χημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές και εγκληματικά ανολοκλήρωτους χαρακτήρες, το υποτιθέμενα παθιασμένο love story ανάμεσα στην Αλίσια Βικάντερ και τον Ντέιν ΝτεΧάαν μοιάζει ολότελα σχηματικό και ουδέποτε αρκετά πειστικό για να υποστηρίξει τη θύελλα μηχανορραφιών που ακολουθεί.
Οσο για την εξωφρενική πλεκτάνη που οργανώνουν οι δύο γυναίκες προκειμένου να προστατεύσουν τα μυστικά τους και να γλιτώσουν το τομάρι τους, αυτή μοιάζει βγαλμένη κατευθείαν από αφελή φαρσοκωμωδία – κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις επιδιώξεις μια ταινίας που υποτίθεται ότι ξεδιπλώνει τις τραγικές αποφάσεις μια χούφτας ανθρώπων που πασχίζουν απεγνωσμένα να συνδυάσουν την επιβίωσή τους με τα συναισθήματά τους.
Εν τέλει, ο «Πυρετός της Τουλίπας» δεν είναι καν το κινηματογραφικό τέρας που υποδεικνύει το ταλαίπωρο χρονικό της κυκλοφορίας του: είναι απλά μια ταινία που ακολούθησε όλα τα αναμενόμενα βήματα για να ικανοποιήσει το κοινό της αλλά ξέχασε να επενδύσει σε πραγματικό συναίσθημα, καταλήγοντας μια προκάτ εκδοχή αυτού που θα ήθελε να είναι.