Μετά μια εισβολή των Μπέργκεν στο χωριό των Ευχούληδων, η Πόπη, ο πιο χαρούμενος Ευχούλης που γεννήθηκε ποτέ, και ο γκρινιάρης Κλωνάρης ξεκινούν ένα ταξίδι με στόχο την διάσωση των φίλων τους. Η αποστολή τους είναι γεμάτη περιπέτεια και ανατροπές, καθώς οι δύο αταίριαστοι σύντροφοι προσπαθούν να ανεχτούν ο ένας τον άλλον αρκετά ώστε να πετύχουν τον στόχο τους, κι έτσι θα μάθουν πολλά για την αναζήτηση της ευτυχίας, όπως και το τι μπορεί να κάνουν κάποιοι για να την αποκτήσουν.
Αρκετοί από εμάς, όσοι είμασταν παιδιά στην δεκαετία του ’90, είχαμε κάποια στιγμή έναν μικρό Ευχούλη στην κατοχή μας. Είτε πάνω στο ράφι μας, είτε να κρέμεται πάνω σε ένα μολύβι ή στυλό. Πολλοί τα αγαπούσαν και έκαναν συλλογή, ενώ κάποιοι άλλοι δεν άντεχαν να τα βλέπουν. Τα μικρά αυτά πολύχρωμα αναμαλλιασμένα ξωτικά που έκαναν θραύση την εποχή εκείνη, αποκτούν την δική τους ταινία τώρα. Και όχι δεν πρόκειται για κάποιο τρολάρισμα, δυστυχώς.
Κάποιοι, και αυτοί οι κάποιοι είναι οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι που παλιότερα μας είχαν δώσει κάποια από τα σίκουελς των «Σρεκ» και των «Kung Fu Panda», αποφάσισαν πως μπορούν να βρουν μια ιστορία με αρκετό ενδιαφέρον και ουσία για να μπορεί ένα φιλμ βασισμένα στα πολυαγαπημένα αυτά παιχνίδια να έχει λόγο ύπαρξης. Το σενάριο είναι όσο πιο υποτυπώδες, γεμάτο στα κλισέ, και ευκολοχώνευτο μπορεί να είναι ένα σενάριο για να γίνει παιδική ταινία, χωρίς κάποιο ίχνος έξυπνου αστείου (ΟΚ ίσως το μοντάζ σκηνών που ένας από τους Ευχούληδες παθαίνει αμόκ στην αρχή σχεδόν της ταινίας να προκαλέσει κάποια χαχανητά), αλλά ούτε κάποιων καλογραμμένων χαρακτήρων. Και αν μέσα σε όλα αυτά το σενάριο σας θυμίσει και λίγο κάτι από μια ιστορία από κάποια άλλα πλασματάκια με μπλε χρώμα, μην απορήσετε καθόλου.
Και ίσως διασκεδάζαμε περισσότερο ακούγοντας τις φωνές των Aνα Κέντρικ και Τζάστιν Τίμπερλεϊκ και όλου του υπόλοιπου καστ να μιλούν και να τραγουδούν στην ταινία, αλλά δυστυχώς η ελληνική μεταγλώττιση δεν βοηθάει στο να μεταφέρει ένα είδος τρέλας και αλλοπρόσαλλης προσωπικότητας στους πολύχρωμους χαρακτήρες της. Και βέβαια το να ακούς τραγούδια όπως το «True Colors» της Σίντι Λόπερ ή το «Hello» του Λάιονελ Ρίτσι στην ελληνική εκδοχή τους σε κάνει να θες να κλείσεις τα αυτιά σου και να αρχίζεις να τα σιγοτραγουδάς στην κανονική τους εκτέλεση. Οχι και το πιο ευχάριστο που μπορεί να σου τύχει. Το μόνο ίσως ανεξήγητο είναι ότι το «The Sound of Silence» των Simon & Garfunkel ακούγεται στα αγγλικά χωρίς να υπάρχει, από ότι φαίνεται, κάποιος ιδιαίτερος λόγος.
Η ταινία απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε μικρές ηλικίες οι οποίες σίγουρα θα μαγευτούν από τις πολύχρωμες σκηνές και το fluffy feeling που βγάζει το animation που κάνει τα πάντα να μοιάζουν σαν μάλλινα κουκλάκια γεμάτα με παστέλ χρώματα το οποίο είναι και το μόνο πραγματικά ενδιαφέρον σε όλο το φιλμ. Και όλα αυτά δεμένα με ένα γεμάτο στα γκλίτερ και κομφετί περιτύλιγμα, το οποίο μόνο επιληψία δεν προκαλεί. Σίγουρα δεν είναι και το μαρτύριο που τραβάει κάποιος γονιός (ή έστω κάποιος ενήλικας) που συνοδεύει τα παιδιά σε μια από τις αμέτρητες ταινίες της Barbie, αλλά, αν το καλοσκεφτείς πέρα από το eye candy που προσφέρει δεν έχει τίποτε άλλο να πει. Προτιμότερο να ξαναδείς το «Ψάχνοντας την Ντόρι» ή, ακόμα καλύτερα, το «Κούμπο και οι Δυο Χορδές» ακόμα και μεταγλωττισμένα.
Οι ταινίες βασισμένες σε παιχνίδια της παιδικής μας ηλικίας τις περισσότερες φορές δεν έχουν τίποτα παραπάνω να προσφέρουν από μια δόση πραγματικής νοσταλγίας σε όσους, ως ενήλικες πλέον, τις παρακολουθούν ή να προσπαθούν να κερδίσουν την συμπάθεια ενός πιο μικρού, ηλικιακά πάντα, κοινού. Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις στον κανόνα. Ομως οι «Ευχούληδες» δεν βρίσκουν λόγο κινηματογραφικής ύπαρξης, εκτός από εκείνη της προώθησης των παιχνιδιών στα μικρά παιδιά που θα πάνε να την δουν παρέα με τους γονείς τους.
Γιατί, πως να το κάνουμε; Ερχονται και τα Χριστούγεννα.