Τρία αγόρια μεγαλώνουν στη χωματερή του Ρίο: κυριολεκτικά, ζουν μέσα στα βουνά από σκουπίδια, τα οποία ψαχουλεύουν κάθε μέρα αναζητώντας κάποιον θησαυρό που θα τους αλλάξει τη ζωή – και τον βρίσκουν, σ’ ένα πεταμένο δερμάτινο πορτοφόλι που, εκτός από χρήματα, περιέχει υπονομευτικά για τις αρχές πολιτικά μυστικά. Γρήγορα στο κατόπι των αγοριών θα βρεθεί και η (διεφθαρμένη) αστυνομία και ο τοπικός υπόκοσμος, αλλά τα παιδιά είναι αποφασισμένα να μην το βάλουν κάτω, να εκθέσουν το κατεστημένο και να βγουν νικητές.
«Ο Μπίλι Ελιοτ στη Βραζιλία», θα μπορούσε να λέγεται η νέα ταινία του Στίβεν Ντάλντρι, σε σενάριο του Ρίτσαρντ Κέρτις, μια και το βρετανικό δίδυμο που είναι αποφασισμένο να μάς κάνει να νιώσουμε καλά για την ανθρώπινη φύση, εγκαθίσταται στη φαβέλα του Ρίο, χωρίς όμως να χάσει την αισιοδοξία του (ίσως μόνο την αίσθηση της όσφρησης). Η διαφορά εδώ είναι ότι, αντί για τα μύχια όνειρα ενός αξιολάτρευτου αγοριού, ο Ντάλντρι αναλαμβάνει να «σχολιάσει» ένα υπαρκτό, σοβαρό πολιτικό και κοινωνικό αγκάθι και το κάνει με όσο ρηχό ιδεαλισμό και απροκάλυπτο διδακτισμό του επιτρέπουν τα 115 λεπτά της ταινίας. Κι αν το μυθιστόρημα του Αντι Μάλιγκαν, στο οποίο βασίστηκε το φιλμ, απευθύνεται στην πραγματικότητα σε αναγνώστες μικρών ηλικιών, ο Ντάλντρι διατηρεί την απλοϊκότητά του, μεταφέροντάς το απλώς σε ενήλικη εικόνα.
Το «Trash» έχει πάμπτωχους ήρωες, αλλά είναι πάμπλουτο σε τερτίπια: από το μοντάζ-οπλοπολυβόλο του Ελιοτ Γκρέιαμ, στη φανταχτερή φωτογραφία του Αντριάνο Γκόλντμαν (αυτή, αν όχι τα υπόλοιπα της ταινίας, παραπέμπει απ’ ευθείας στο πολύχρωμο σύμπαν του «Slumdog Millionaire»), στην πρόθεση να δείξει όλη την ασχήμια ενός ξεχασμένου από το Θεό τόπου αλλά να την κάνει πανέμορφη ώστε να μην πληγώνει τα μάτια όποιου πληρώσει εισιτήριο, στις παρεμβολές περιποιημένου «found footage» υλικού όπου τ’ αγόρια μιλούν απ’ ευθείας στην κάμερα, σε ευσυγκίνητους επαναστάτες, κυνικούς μέθυσους ιερείς, λασπωμένους υπονόμους και, φυσικά, σάμπα, το «Trash» είναι ένα εικαστικό πυροτέχνημα που, μόλις σκάσει εντυπωσιακά, αφήνει πίσω του ένα φιλμ καταγγελίας με το βάρος μιας… κορδέλας. Γι’ αυτό και οι συχνές σκηνές καταδιώξεων της ταινίας είναι πιο αποτελεσματικές απ’ ό,τι οι συναισθηματικές, δραματικές ή διαλογικές που είναι, κυριολεκτικά, για κλάματα, στοχεύουν δηλαδή στον πιο πρόχειρο εκβιασμό συναισθήματος και ηθικής.
Παρά την παρουσία «επώνυμων» ηθοποιών σε ρόλους καθαρά διακοσμητικούς (και πρακτικούς, μια και κάποιος πρέπει να λειτουργήσει ως κράχτης στην ταινία), το μεγαλύτερο ατού του φιλμ είναι οι τρεις αληθινοί πρωταγωνιστές του, οι ερασιτέχνες Ρίκσον Τέβεζ, Γκαμπριέλε Γουάινστιν κι Εντουάρντο Λουίς, συναρπαστικοί και μαγνητικοί, που θυμίζουν την ικανότητα του Ντάλντρι να χειριστεί θαυματουργά τα παιδιά – ηθοποιούς. Η ενέργεια που ξεχειλίζει από τα πρόσωπα και τα ευκίνητα κορμιά τους είναι και το μόνο μέσο για να γίνει στοιχειωδώς πειστική μια ιστορία που πιστεύει ακράδαντα ότι ο πιο αδύναμος κρίκος θα κατατροπώσει το σύστημα, ότι η αγάπη (του Θεού κυρίως) όλα τα νικά κι ότι, αν δεν το βάλεις κάτω, απ’ τη φαβέλα θα γίνεις ο πλουσιότερος κι ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου. Ας είναι.