Οι αδελφοί Κόντι είναι μία συμμορία ληστών τραπεζών και εμπόρων ναρκωτικών που η αστυνομία της Μελβούρνης παρακολουθεί στενά. Οταν η μοναχοκόρη της οικογένειας, που είχε προσπαθήσει να αποκοπεί και να ξεφύγει από τα πλοκάμια της, πεθαίνει από υπερβολική δόση, ο 17χρονος γιος της Τζέι δεν έχει άλλη διέξοδο από το να επιστρέψει στο πατρικό - κάτω από την επίβλεψη των βίαιων θείων που απαιτούν πίστη στην οικογένεια και τα μυστικά της, αλλά και μίας δολοπλόκας, αδίστακτης γιαγιάς που θα κάνει τα πάντα για να κρατήσει τα αγόρια της εκτός φυλακής.
Ο Ντέιβιντ Μισό, με την ωμότητα του αυστραλέζικου νατουραλισμού, μας πετάει απροετοίμαστους στη σκοτεινή πλευρά των προαστιακών σπιτιών της Μελβούρνης. Σ' έναν άγνωστο κόσμο που η μαφιόζικη εγκληματικότητα είναι τρόπος ζωής, συμβαίνει με λιγότερη πόζα από αυτή των αμερικανικών κακόφημων δρόμων - κι αυτό την κάνει πολύ πιο ρεαλιστική και τρομαχτικότερη. Εδώ η βία μοιάζει να παρέχεται κατευθείαν από τον ομφάλιο λώρο, να ζυμώνεται, να σιγοβράζει και να ενηλικιώνεται εκρηκτικά και ανενδοίαστα. Τα αγόρια της γιαγιάς Σμερφ δεν νιώθουν ότι εγκληματούν. Δεν έχουν στιγμές ηθικής κρίσης. Δρουν αμοραλιστικά, παγερά, κυνικά. Με το ένστικτο του αγριμιού, σ' ένα ζωικό βασίλειο όπου γνωρίζουν πολύ καλά ότι επιβιώνεις σύμφωνα με το νόμο του επικρατέστερου.
Ο Μισό, ο οποίος υπογράφει και το σενάριο, αρχικά στήνει μία ταινία παρατήρησης, έχοντας εμπιστοσύνη ότι η ίδια η περιήγηση στην κατάμαυρη καρδιά αυτής της Οικογένειας είναι αρκετή για να μας κόψει το αίμα. Κι έχει δίκιο. Στην ουσία όμως, το πραγματικό θρίλερ ξεκινά όταν ο πιτσιρικάς πρέπει να περάσει τις «εξετάσεις» και να πάρει το χρίσμα. Οταν ο ίδιος πρέπει να επιλέξει αν η δική του επιβίωση είναι να συνεχίσει την παράδοση αίματος των θείων, ή να σπάσει τον κύκλο, να τους καρφώσει στην αστυνομία και να δραπετεύσει. Σ' αυτό το σημείο ο Μισό τραβάει την περόνη της δραματουργίας και δίνει στο θεατή να κρατά τη χειροβομβίδα. Μην περιμένετε όμως καταιγιστική δράση στα πρότυπα του αμερικανικού mainstream. Το αυστραλέζικο σινεμά έχει μία δική του σχολή, όπου οι εκρήξεις γίνονται υπόκωφα και η ταχυπαλμία προκαλείται από το ρεαλισμό της εικόνας, των ηθοποιών, των διαλόγων. Η διεύθυνση φωτογραφίας που κρατά την ατμόσφαιρα απειλητική, στις σκιές, καθώς και η ανατριχιαστική ερμηνεία της Τζάκι Γουίβερ στο ρόλο της ραδιούργας πλατινέ γιαγιάς που της χάρισε και την οσκαρική υποψηφιότητα είναι αρκετά για να σε κρατήσουν στην άκρη της καρέκλας σου.
Το αποτέλεσμα είναι μία μικρή ταινία που μεγαλώνει μέσα από την αντίληψη του θεατή της. Αν σε πιάσει από το στομάχι, αν γλιστρήσεις κάτω από την επιδερμίδα της, σε καθηλώνει. Ξεπερνά το genre του αστυνομικού θρίλερ, σπάει τα όρια του μαφιόζικου δράματος, δεν είναι μία απλή ταινία διαφθοράς. Μετατρέπεται σε αρχαία τραγωδία όπου οι δεσμοί αγάπης συνθλίβουν, εξοντώνουν, σκοτώνουν. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά: ακόμα κι αν ο ήρωας επιβιώσει, δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα μίας υγιούς ενηλικίωσης. Μίας ευκαιρίας να βγει στη ζωή αλώβητος, αναμάρτητος, χωρίς τις τοξικές κυτταρικές μνήμες που σου πακετάρονται σαν ζεστό κολατσιό και θα σε ακολουθούν σε κάθε μελλοντικό σκοτεινό σου βήμα.