Ο Βέρτζιλ Ολντμαν είναι ένας εξαιρετικός εκτιμητής, δημοπράτης και συλλέκτης έργων τέχνης. Εκκεντρικός, σνομπ και ανορθόδοξος δεν αφήνει περιθώριο σε κανέναν και ειδικά στο αντίθετο φύλο να τον πλησιάσει. Οταν η Κλερ, μια κληρονόμος που πάσχει από αγοραφοβία, ζητάει τη βοήθεια του, ο Βέρτζιλ θα αισθανθεί μια ακαταμάχητη έλξη για εκείνη. Το μυστήριο που καλύπτει την πελάτισσά του θα τον παρασύρει σε μια συγκλονιστική περιπέτεια που θα του αλλάξει τη ζωή.
Οπως και το σπίτι του πρωταγωνιστή της, του μοναχικού, εκτιμητή έργων τέχνης και άρχοντα της δημοπρασίας Ολντμαν, έτσι και η ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε, μοιάζει να δίνει απόλυτη σημασία σε κάθε αισθητική λεπτομέρεια. Ετσι από τους δρόμους της Πράγας έως τα μουχλιασμένα υπόγεια της κάθε έπαυλης που ο ήρωας θα τριγυρίσει προκειμένου να ανακαλύψει θησαυρούς όλα μοιάζουν υπέροχα όμορφα, ή υπέροχα σκονισμένα, μελετημένα τακτικά.
Το ίδιο ισχύει και με την ιστορία, με την εξέλιξή της, με τον τρόπο που η ταινία θα προχωρήσει από την παρατήρηση ενός αλλόκοτου (αλλά όχι και τόσο σπάνιου) δείγματος του ανθρώπινου είδους, στην σκιερή αμφιβολία ενός μικρού μυστηρίου, στην εξιστόρηση ενός μεθυστικού (και θλιμμένου ρομάντζου) για να καταλήξει σε κάτι σαν ένα θρίλερ κρυμμένων κινήτρων και μια όχι ακριβώς απρόσμενη συνειδητοποίηση.
Το ταξίδι μοιάζει συναρπαστικό σαν ιδέα, αλλά όχι τόσο στην οθόνη. Εκεί αυτό το περίτεχνο κατασκεύασμα για την τέχνη, την ζωή και την τέχνη του να ζεις, δυστυχώς μοιάζει κατασκευασμένο κι άψυχο, όπως το να προσπαθείς να γεμίσεις ένα υπόγειο με αντικείμενα κάνοντάς το να μοιάζει ότι όλα υπήρχαν εκεί από πάντα. Ενας ταλαντούχος σκηνογράφος μπορεί να το κάνει απόλυτα πειστικά, όμως ακόμη κι έτσι δεν θα είναι αληθινό.
Με τον ίδιο τρόπο η ταινία του Τορνατόρε, ακόμη κι αν αφηγείται κάτι που εν δυνάμει είναι σπαρακτικό και γεμάτο από ένα βαθύτερο μήνυμα, δεν κατορθώνει να αποκτήσει ποτέ την αυθεντικότητα και την ένταση ενός εσωτερικού δράματος, αφού χάνεται στις διακλαδώσεις της ιστορίας της και ο συναισθηματικός της χτύπος είναι πολύ χαμηλότονος για να αντηχήσει στο μεγαλοπρεπές κατασκεύασμα που χτίζει.
Ακόμη κι έτσι όμως το φιλμ βλέπεται απολαυστικά. Μόνο χαζεύοντας την ελαφρώς ξεφτισμένη ομορφιά των αντικειμένων και των χώρων, που στα χέρια της σκηνογραφικής ομάδας του Τορνατόρε και μπροστά στην κάμερά του αποκτούν μια ποιότητα που τα κάνει να μοιάζουν εκτός συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, υλικά ενός μύθου, μιας ηθικής παραβολής σαν αυτή που αφηγείται το φιλμ.
Κρίμα όμως που όλη η ομορφιά όλο το ταλέντο, όλη η περίπλοκη τεχνική και κατασκευή υπηρετεί μια παραβολή και μια ιστορία που μοιάζει τετριμμένη, απλοϊκή και για μια ίντριγκα που δεν είναι καθόλου δύσκολο να φανταστείς από πολύ νωρίς την εξέλιξή της.
Και που δυστυχώς παρ΄όλη την φροντίδα και την προσοχή στις λεπτομέρειες, παρά την συμβολή μερικών εξαιρετικών ηθοποιών το φιλμ, όσο όμορφο και γοητευτικό κι αν είναι, εξακολουθεί να μοιάζει ελαφρώς άψυχο. Σαν το τέλειο αντίγραφο ενός παλιού φθαρμένου επίπλου, ή έργου τέχνης, που κρατά όλη την ομορφιά, μα καθόλου από τον χαρακτήρα ή την ψυχή.
Ακόμη κι αν ο ήρωας του φιλμ κι ο ίδιος ο Τορνατόρε θα διαφωνούσαν για την αξία και την χρησιμότητα των αντιγράφων. Και προφανώς θα συμφωνούσαν μαζί τους τα πλήθη των θεατών που μεταμόρφωσαν αυτή την εύληπτη, ανώδυνη ταινία του, σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας του.