Ο Μαρσέλ Μαρξ, ένας μεσήλικας πρώην συγγραφέας, ο οποίος έχει αυτοεξοριστεί στη Χάβρη, το δεύτερο πιο πολυσύχναστο λιμάνι της Γαλλίας, μοιράζει την καθημερινότητά του ανάμεσα στο ταπεινό επάγγελμα του λούστρου, που πλέον εξασκεί, τις επισκέψεις στο αγαπημένο του μπαρ και την φροντίδα της βαριά άρρωστης συζύγου του, Αρλετί. Ένα παιχνίδι της μοίρας, όμως, θα τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με έναν ανήλικο Αφρικανό λαθρομετανάστη. Τώρα, ο ταλαιπωρημένος Μαρσέλ, καλείται να αναζητήσει και τα τελευταία αποθέματα ανθρωπιάς που του έχουν απομείνει για να τον φροντίσει όσο καλύτερα μπορεί. Που θα τον οδηγήσει άραγε αυτή η αναζήτηση;
Η μελαγχολία του λιμανιού της βόρειας Γαλλίας, ταιριάζει γάντι στο μουντό χιούμορ και την τσαλακωμένη ανθρωπιά του ξεκούρδιστα μελωδικού σινεμά του, Ακι Καουρισμάκι. Το ιδιότυπο χιούμορ του, οι θλιμμένοι, αλλά θετικοί ήρωες του, μπορεί αυτή τη φορά να μιλούν Γαλλικά αλλά η καρδιά τους παραμένει πιστή στη πατρική γλώσσα του auteur πατέρα τους.
Οπως σχεδόν όλες οι ιστορίες που αφηγείται ο Καουρισμάκι έτσι και αυτή εδώ είναι ραμμένη από το ίδιο ύφασμα, ένα πάτσγουορκ από εργατική θλίψη, μελαγχολικό χιούμορ, δύσπιστη αισιοδοξία. Με μια φωτογραφία που θα μπορούσες να την αναγνωρίσεις ακόμη κι αν έβλεπες μόνο μια γωνιά ενός κάδρου του, και μια αφήγηση που ακολουθεί τον ιδιότυπο ρυθμό μιας κομεντί που ειδικεύεται στο να κρατά το χαμόγελο μισοσχηματισμένο στο πρόσωπο και την σκιά μιας τραγωδίας πάντα σε δεύτερο πλάνο.
Οπώς σε κάθε φιλμ του Καουρισμάκι, η συναισθηματική του ευθύτητα, ο τρυφερός ρομαντισμός του πάει χέρι χέρι με μια σαρδόνια ειρωνεία, με την αίσθηση πως ακόμη κι αν όλα όσα περιγράφει η ιστορία θα μπορούσαν να συμβούν στ΄ αλήθεια, στο λιμάνι της Χάβρης όπως αυτός το έχει πλάσει, μοιάζουν να φωτίζονται από ένα σουρεαλιστικό, αλλόκοτο φως.
Η αποτελεσματικότητα της ιστορίας του δεν μειώνεται όμως από αυτή την αίσθηση του τεχνητού πάνω στην οποία κατορθώνει να ισορροπεί για μια ακόμη φορά με επιτυχία το σινεμά του Φιλανδού σκηνοθέτη, ούτε και η κοινωνική του ματιά αμβλύνεται από το χιούμορ ή την μετριοπάθεια που διαπνέει τον τρόπο του.
Βλέποντας το «Λιμάνι της Χάβρης», αντιλαμβάνεσαι ότι προέρχεται από την ίδια φλέβα ωριμότητας που μας έδωσε ταινίες όπως το «Ο Ανθρωπος Χωρίς Παρελθόν» ή το «Φώτα στο Σούρουπο», μόνο που εδώ η ματιά του, είναι δίχως αμφιβολία πιο επίκαιρη, πιο οξυμένη και ασφαλώς πολύ πιο πολιτική.