Αντρας σε κρίση μέσης ηλικίας θυμάται τα παιδικά του χρόνια μεγαλώνοντας στην μεταπολεμική Αμερική και σε μία τυπική οικογένεια του νότου.
Στην μέση της ζωή σου κοιτάς πίσω, ψάχνοντας τον τρόπο να πας μπροστά. Δεν είσαι πια μικρός για να μην καταλαβαίνεις όσα σ' έχουν σημαδέψει, και είσαι αρκετά μεγάλος για να τα θυμάσαι με αρχή, μέση και τέλος. Αντίθετα, όλα αυτά που προσπαθείς να βάλεις σε τάξη σε επισκέπτονται ως φευγαλές εικόνες, μνήμες, μυρωδιές, χάδια και χαστούκια που κουβαλάς σαν αστρόσκονη πάνω και, κυρίως, κάτω από το δέρμα σου. Η επιστροφή στην παιδική σου ηλικία, στο προσωπικό σου πρώτο αλφαβητάρι κατανόησης αυτού του κόσμου, είναι μονόδρομος. Ενα χαοτικό, φαινομενικά ασύνδετο, αδιέξοδο vortex που οδηγεί στην πίσω αυλή του πατρικού σου, εκεί που η ζωή σου πήρε σχήμα, ο χαρακτήρας σου καθορίστηκε, και μαζί με τροφή, ανατροφή και εφόδια επιβίωσης, βύζαξες αμάσητα και τα τραύματά σου.
Οχι, ο Μάλικ δεν έχει πλάσει μία ψυχαναλυτική ταινία. Δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Δεν συνθέτει δραματουργία, μάλλον την αποδομεί: η κρίση μέσης ηλικίας του επιτυχημένου και για αυτό θα περίμενε κανείς και ευτυχισμένου αρχιτέκτονά του (Σον Πεν) δεν κινηματογραφείται ή εξιστορείται γραμμικά, με δραματικές κορυφώσεις, επεξηγήσεις, νόημα. Η βουτιά στα προαστιακά 50ς και στα θεμέλια που ασφάλτωσε η baby boomers γενιά μιας μεταπολεμικής Αμερικής γίνεται διαισθητικά, ονειρικά, ποιητικά. Μετέωρα. Σαν ανοιγοκλείσιμο των ματιών σε χιλιάδες μικρομόρια αναμνήσεων. Σαν ξύπνημα της ακοής στο μουρμούρισμα του υποσυνείδητου.
Ο ήρωάς του έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια του. Ολόκληρη. Οπως αυτή διέγραψε την τροχιά της μέσα από τους στοργικούς ψιθύρους της μητέρας του (Τζέσικα Τσάστεϊν), αλλά και την πειθαρχημένη τραχιά αγάπη του πατέρα (μ' έναν Μπραντ Πιτ εκπληκτικής οικονομίας στην προσωποποίηση του απραγματοποίητου αμερικανικού ονείρου). Μέσα από παιχνίδια, μαθήματα, αταξίες, τιμωρίες, χαρές, τραγωδίες, φως, σκοτάδια, ποτάμια, φωτιές, αγάπη, απώλεια. Ολα είναι δικά του. Ολα τα χωράει και όλα τον ξεπερνούν. Ολα τα κουβαλάει, τίποτα δε τον πάει μπροστά.
Κι ο Μάλικ δεν βοηθάει, όσο παρακολουθεί. Δεν καταθέτει μία «ταινία», όσο μία επικών διαστάσεων, τολμηρή ιμπρεσιονιστική σύνθεση. Ενα μεγαλόπνοο installation project που σε βομβαρδίζει με εικόνες, στιγμές, θεωρήματα για να σε ωθήσει να κοιτάξεις μέσα σου και να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου και το σύμπαν. Κυριολεκτικά: σ' ένα 20λεπτο ιντερλούδιο, το οποίο διαδέχονται και σκόρπιες εικόνες σ' όλη την υπόλοιπη ταινία, ο Μάλικ μας εκτοξεύει στο διάστημα, σε μία «κιουμπρικών» αναλογιών αλληγορική παράθεση τοπίων που επιχειρεί να αποδείξει την ανθρώπινη φύση παγιδευμένη ανάμεσα στην μικρο-υπόστασή της και την απεραντοσύνη του σύμπαντος. Η Μεγάλη Εκρηξη, φως, αστρική μάζα, πλανήτες, διάσπαση του ατόμου, μονοκύτταροι οργανισμοί, αμοιβάδες, ερπετά, πτηνά, δεινόσαυροι. Η χαοτική, όσο και σοφή γεωμετρία του κόσμου που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει χωρίς εμάς. Πέρα από εμάς. Πάνω από όσα μπορούμε να κατανοήσουμε. Και σ' αυτό το σημείο ξεκινάει η δυστυχία μας. Ολα τα υπόλοιπα πλάσματα στον πλανήτη διανύουν κύκλους - γεννιούνται, τρέφονται, πολλαπλασιάζονται, πεθαίνουν. Μοναδικός τους στόχος: η επιβίωση. Ο άνθρωπος όμως θέλει να ζήσει. Κι αυτό περιλαμβάνει την αρχέγονη αγωνία να κατανοήσει τον κόσμο του, την ύπαρξή του, τον προορισμό του, τη χαρά και την τραγωδία του. Κι όσο δεν βρίσκει νόημα στη γη, κοιτά τον ουρανό. Οχι για να επανατοποθετηθεί στις σωστές μικροσκοπικές του διαστάσεις μπροστά στους ανοιχτούς ορίζοντες, αλλά για να κάνει τον σταυρό του. Σε μια αιώνια πάλη ανάμεσα στο ζωϊκό ένστικτό του και την ελπίδα για θεία χάρη.
Δεν κρίνει ο Μάλικ τον ήρωά του, ούτε τον Ανθρωπο. Δεν τοποθετείται καθαρόαιμα χριστιανικά (αν και η τελευταία σεκάνς φλερτάρει επικίνδυνα με ευαγγελικές αλληγορίες), ούτε με ατόφιο αγνωστικό κυνισμό. Και ο ίδιος δεν έχει τις απαντήσεις – ούτε στον ουρανό, ούτε στη γη. Περισσότερο μας παρασύρει, παρά μας πείθει. Επικαλείται της συναισθηματικής μας νοημοσύνης, κι όχι της λογικής.
Ανοικονόμητος, φλύαρος, επαναληπτικός, γιατί πιστεύει ότι όλες οι στιγμές έχουν σημασία. Ολες οι εικόνες (ακόμα και οι κλισέ) είναι σινεμά. Αρκεί να κοιτάμε σωστά. Συνολικά. Για αυτό κι εκείνος μας δείχνει το δάσος. Με την ελπίδα ότι, μέσα στα 138 λεπτά φιλμικού διαλογισμού, θα ανακαλύψουμε μόνοι μας το Δέντρο.