Η Ελεανορ είναι μια αστυνομική ερευνήτρια που παλεύει με τους δαίμονες του παρελθόντος, όταν καλείται στην σκηνή ενός άγριου εγκλήματος- δουλειά ενός νέου και τρομακτικού μαζικού δολοφόνου. Η αστυνομία και το FBI θα εξαπολύσουν ένα απεγνωσμένο ανθρωποκυνηγητό σε όλη την χώρα που θα ανατρέπεται κάθε λεπτό εξαιτίας της απρόβλεπτης συμπεριφοράς του αινιγματικού δολοφόνου. Αν και αρκετά άπειρη, η Ελεανορ, εμπλέκεται όλο και περισσότερο με την υπόθεση καθώς τόσο η ίδια όσο και οι συνεργάτες της αντιλαμβάνονται ότι αυτή ίσως είναι η μόνη που μπορεί να «μπει» στο μυαλό αυτού του ατόμου και να το φέρει μπροστά στην δικαιοσύνη.
Βλέποντας την ταινία «Στα Ιχνη του Δολοφόνου» δεν μαντεύεις εύκολα ότι πρόκειται για τη νέα ταινία του Αργεντίνου σκηνοθέτη Νταμιάν Ζιφρόν, ο οποίος επιστρέφει σχεδόν 10 χρόνια μετά το αρκετά αγαπημένο, ακόμα και στην Ελλάδα, «Ιστορίες για Αγρίους», σηματοδοτώντας έτσι όχι μόνο την πρώτη του χολιγουντιανή παραγωγή, αλλά και έναν διαφορετικό τόνο στο ύφος από την σάτιρα και τη μαύρη κωμωδία με την οποία έγινε γνωστός. Κι αυτό όχι γιατί ο Ζιφρόν δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα καθαρόαιμο αστυνομικό θρίλερ, αλλά γιατί η συγκεκριμένη ταινία μοιάζει να μην έχει τη δική της ταυτότητα ως ένα αμάλγαμα παλιότερων και, σίγουρα, καλύτερων ταινιών του είδους από τα 90s μέχρι και σήμερα.
Η εξαιρετικά σκηνοθετημένη εισαγωγή καταφέρνει να σε βάλει αμέσως στο κλίμα της ταινίας, στήνοντας μια πυκνή ατμόσφαιρα η οποία καταφέρνει να σε ρουφήξει μέσα στο σύμπαν της δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα άβολο συναίσθημα και μια διαρκή απερίγραπτη ανησυχία. Σε αυτό βοηθάει βέβαια και η υπέροχη φωτογραφία του Χαβιέρ Χουλιά, ο οποίος φωτίζει την ταινία με μουντά χρώματα, τονίζοντας περισσότερο ένα είδος σαπίλας μέσα από τα ξεθωριασμένα κτήρια και τα ημισκότεινα τοπία.
Μόνο θετικό στην εξέλιξη της ιστορίας, μιας και καθώς προχωράει η πλοκή της αντιλαμβάνεσαι ολοένα και περισσότερο πόσο πολύ τετριμμένη αλλά και προβλέψιμη καταντάει μέχρι το τέλος. Η ταινία φαίνεται πως θέλει να πάρει τα καλύτερα κομμάτια από ταινίες του Ντέιβιντ Φίντσερ και του Μπράιαν Ντε Πάλμα, και ταινίες όπως την «Σιωπή των Αμνών» και το «Bone Collector» και να τα κάνει λειτουργήσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Από την σκιαγράφηση των χαρακτήρων (πόσες φορές θα δούμε ακόμα μια αστυνομικό με ψυχολογικά προβλήματα η οποία είναι πανέξυπνη, με την Σέιλιν Γούντλεϊ να προσεγγίζει τον ρόλο ως μια καρικατούρα - για να μην σχολιάσουμε το γεγονός ότι προσεγγίζει το δολοφόνο ως έναν άνθρωπο απλά με ψυχολογικά προβλήματα, αντί να επικεντρωθεί ίσως λίγο περισσότερο στο πως το σύστημα απέτυχε να τον βοηθήσει) μέχρι και το σενάριο που θέτει τόσα ζητήματα όπως την οπλοκατοχή, τον φυλετικό ρατσισμό και την αστυνομική βία την οποία σε κάποια στιγμή μπερδεύει με ακροδεξιές οργανώσεις, όλα στην ταινία του Ζαφρόν περνούν επιδερμικά χωρίς κάποια κριτική, που ίσως θα δεν περίμενε να δει κάποιος από έναν μη Αμερικανό σκηνοθέτη.
Ιχνη που σε κάνουν να χάνεις το ενδιαφέρον σου ολοένα και περισσότερο μέχρι το κλισέ και το ήδη από την αρχή προδιαγραμμένο φινάλε του.