Η Eστερ Κόλιερ ζει μια προνομιούχα ζωή στο Λονδίνο του 1950, παντρεμένη με τον δικαστή Σερ Γουίλιαμ Κόλiερ. Προς έκπληξη όλων, αφήνει τον άντρα της για να μείνει με τον πρώην πιλότο Φρέντι Πέιτζ, τον οποίο έχει ερωτευτεί σφόδρα.
Από την πρώτη αριστοτεχνικά δομημένη, κλειστοφοβική και οπερατική σκηνή του «The Deep Blue Sea», είσαι βέβαιος πως βρίσκεσαι μπροστά σε μια ταινία φτιαγμένη για να σε καταπιεί μέσα στη πυκνή μελαγχολία της.
Δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο ο Τέρενς Ντέιβις κινηματογραφεί τους ήρωες του καθώς αυτοί προσπαθούν να διασχίσουν τεθλασμένες γραμμές σχίζοντας τα παραπετάσματα ομίχλης φτιαγμένα από τον καπνό των διαρκώς αναμμένων τσιγάρων τους. Ούτε μόνο το ημίφως μέσα στο οποίο γεννιέται και πεθαίνει ο ακραίος έρωτας τους, λες και αν τον αφήσουν να κοιτάξει έστω και για λίγο έξω από το παράθυρο το μεταπολεμικό Λονδίνο θα καεί μέσα στις ίδιες του τις στάχτες.
Εδώ, περισσότερο από κάθε άλλη προηγούμενη ταινία του, ο Τέρενς Ντέιβις παραδίδεται αμαχητί στη μελαγχολία, θέλοντας στην πραγματικότητα να ακυρώσει όλα τα κλισέ που κρύβονται πίσω από μια πολυχρησιμοποιημένη και συχνά κακοποιημένη έννοια με μοναδικό στόχο να αναδείξει την ομορφιά που κρύβεται πίσω από «βαθύ μπλε» χρώμα της.
Η δική του εκδοχή πάνω στο διάσημο θεατρικό του Τέρενς Ράτιγκαν είναι το αντίθετο από θεατρική με τον ίδιο τρόπο που είναι το αντίθετο από κινηματογραφική. Καταφέρνοντας ωστόσο την ίδια στιγμή να αναδείξει με τον καλύτερο τρόπο το περίτεχνο κείμενο του Βρετανού δραματουργού αλλά και να κάνει σινεμά πράγματα που απλά δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτυπωθούν με μια συμβατική κινηματογραφική γλώσσα.
Οχι, ο Τέρενς Ντέιβις δεν φτιάχνει με το «Βαθύ Μπλε του Ερωτα» τη δική του «Σύντομη Συνάντηση», όσο κι αν η φιλοσοφία του πάνω στη ματαιότητα της ανθρώπινης (συν)ύπαρξης πλησιάζει όσο κανενός αυτή του Νόελ Κάουαρντ. Το ενδιαφέρον του δεν επικεντρώνεται στην ανικανοποίητη σύζυγο που θα αναζητήσει τον τρελό έρωτα στο πρόσωπο ενός μπερδεμένου ιδεολογικά και σεξουαλικά αεροπόρου και σίγουρα δεν συγκεντρώνεται στην προαιώνια ενόχη μιας απαγορευμένης αγάπης, όσο κι αν οι καθολικές καταβολές του θα υποστήριζαν το αντίθετο.
Ο Ντέιβις στέκεται και αυτός, αμήχανος και προδομένος, μπροστά στον παραλογισμό της επιθυμίας καθώς αυτή εξαπλώνεται σαν ιός ακόμη και πάνω στο δέρμα της ηρωίδας του. Μιας επιθυμίας που μπορεί να προσωποποιείται στον «άλλο» ανάγοντας τον σε αντικείμενο του πόθου, αλλά που στην πραγματικότητα είναι βαθύτερη και πηγάζει από την ίδια την ουσία της μελαγχολίας όπως αυτή ορίστηκε μέσα στα χρόνια, είτε ως ασθένεια είτε ως σύμπτωμα μιας συγκεκριμένης ασταθούς πολιτικά, θρησκευτικά και ιδεολογικά εποχής.
Δεν είναι τυχαίο πως έξω από το διαμέρισμα που την περισσότερη ώρα διαδραματίζεται η ιστορία της Εστερ, το Λονδίνο προσπαθεί να συνέλθει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πνιγμένο κι αυτό μέσα στο σκοτάδι και τη θλίψη. Ούτε πως οι ήρωες του θα βρουν καταφύγιο περισσότερες από μια φορές σε στριμωγμένες παμπ όπου οι επιζώντες τραγουδούν τους ύμνους μιας αβέβαιης νίκης.
Ο Ντέιβις όμως δεν κάνει ούτε μια ταινία για την Βρετανία, ακόμη κι αν ερήμην του περιγράφει ανατριχιαστικά την ασφυκτική μοναξιά μιας πάλαι πότε αυτοκρατορίας. Η χώρα του «Βαθύ Μπλε του Ερωτα» είναι η ίδια στην οποία γεννήθηκαν και ζουν όλες οι ταινίες ενός από τους σπουδαιότερους Βρετανούς σκηνοθέτες, από την πρώιμη «Τριλογία» του μέχρι το ντοκιμαντέρ του για το Λίβερπουλ, «Of Time and the City». Μια χώρα μεγαλύτερη και απείρως πιο τραυματισμένη από τον αιώνιο πόλεμο ανάμεσα στους κοινωνικούς συμβιβασμούς και την επιθυμία, τις απαγορεύσεις και την καταπάτηση τους, τον χρόνο και την αιώνια αναζήτηση του.
Σε μια ευθεία γραμμή που ενώνει το κλασικό με το μοντέρνο, το στιλιζάρισμα με την κομψότητα και το πάθος με την άναρχη κινηματογράφηση του, ο Τέρενς Ντέιβις παραδίδει τελικά με το «Βαθύ Μπλε του Ερωτα» ένα εν δυνάμει αριστούργημα. Ατελές όσο και η ερωτική επιθυμία, ανεξέλεγχτο όσο και τα ενωμένα γυμνά κορμιά δύο εραστών, μελαγχολικό όσο τα γεμάτα απόγνωση βλέμματα των εξαιρετικών όσο ποτέ Ρέιτσελ Βάις και Τομ Χίντλεστον, φορτισμένο όσο το δίλημμα αν αξίζει να πεθάνεις για κάτι που πίστευες πως ήταν η μοναδική σου ελπίδα να ζήσεις...