Ογδόντα τέσσερα χρόνια μετά το ιστορικό ναυάγιο, η εκατοντάχρονη Ρόουζ διηγείται τη συγκλονιστική ιστορία που ξεκίνησε στις 10 Απριλίου 1912, όταν επιβιβάστηκε στον Τιτανικό μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες της πρώτης θέσης, τη μητέρα της και τον αρραβωνιαστικό της. Καθώς εκείνη επιβιβάζεται, ο Τζακ, ένας νεαρός τυχοδιώκτης, κερδίζει στα χαρτιά ένα εισιτήριο τρίτης θέσης. Οι ζωές τους διασταυρώνονται πάνω στο πλοίο κι ένας παθιασμένος έρωτας γεννιέται.
Αν το σκεφτεί κανείς λίγο πιο ψύχραιμα, ο «Τιτανικός» δεν πρόλαβε ποτέ να κριθεί όπως θα άρμοζε σε μια ταινία. Πριν ακόμη συγκρουστεί με τα ταμεία και την Ιστορία, έγινε φαινόμενο, μανία, υστερία, ξεπερνώντας τα μέτρα και τα σταθμά της κριτικής όπως την ξέρουμε (ή δεν θέλουμε να την ξέρουμε). Οι εχθροί του πολώθηκαν πίσω από το mainstream και cheesy σκαρί του, οι λάτρεις του δεν κατάφεραν ποτέ να τον δουν με τα μάτια στεγνά και ό,τι ακολούθησε την έξοδό του στους κινηματογράφους ήταν μόνο νούμερα εισιτηρίων, Οσκαρ, στατιστικών και εκατομμυρίων δολαρίων.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, είναι αργά για να επιστρέψεις στον «Τιτανικό» όπως θα επέστρεφες σε μια οποιαδήποτε άλλη ταινία και όχι επειδή η μοίρα του τον ήθελε 3D σε ένα αξιοπρεπές «άνοιγμα» των δύο διαστάσεών του αλλά και ένα βάθος που έτσι κι αλλιώς διέθετε από κατασκευής του.
Το συλλογικό ασυνείδητο τον έχει καταχωρήσει ως ένα ιστορικό γεγονός σχεδόν ίσου μεγέθους με τη βύθιση του Τιτανικού. Και το συλλογικό ασυνείδητο επιστρέφει έτσι κι αλλιώς όλα αυτά τα χρόνια χωρίς τη θέλησή του στο σαρωτικό κινηματογραφικό του «ναυάγιο», είτε ως σημείο αναφοράς είτε ως σημάδι μιας ολόκληρης εποχής.
Ποιος λοιπόν θα ήταν τόσο τολμηρός ώστε να μηδενίσει το χρόνο και να προσπαθήσει να επιβιβαστεί στον «Τιτανικό» πριν αυτός συναντήσει το μύθο του, ακριβώς όπως έκαναν ο Τζακ και η Ρόουζ στην αρχή του ταξιδιού τους; Και ποιος θα ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ώστε να ξαναδεί τον «Τιτανικό» με μάτια καθαρά από το γεγονός πως εδώ και εικοσιπέντε χρόνια ο Τζέιμς Κάμερον και ολόκληρη η βιομηχανία του Χόλιγουντ δεν άφησαν κανέναν να τον ξεχάσει ούτε για μια στιγμή;
Δεν έχει σημασία. Ο «Τιτανικός» υπήρξε καταδικασμένος από τη σύλληψή του να κουβαλήσει το βάρος μιας ταινίας που οι εξωκινηματογραφικές της προεκτάσεις ήταν γραφτό να βυθίσουν τις κινηματογραφικές της αρετές. Αυτές που δεν είχαν εξ αρχής καμία σχέση με το «μέγεθός» της, αλλά με τις πραγματικές διαστάσεις μιας συγκλονιστικής ιστορίας ενηλικίωσης δύο ανθρώπων, μιας ολόκληρης εποχής, του ίδιου του σινεμά.
Προσπαθήστε να ξεχάσετε για λίγο τα ροζ ηλιοβασιλέματα, τις αγκαλιές στην πρύμνη και το τραγούδι της Σελίν Ντιόν που φέρνει αναγούλα στην Κέιτ Γουίνσλετ.
Μέσα σε αυτό το καράβι, εξόριστα από τάξεις και κοινωνικές συμβάσεις, περιπλανιούνται, σε ένα πλωτό road movie, δύο παιδιά που σε ένα από τα πιο τρυφερά λάιτ μοτίφς του σύγχρονου σινεμά δίνουν συνέχεια οδηγίες και όρκους το ένα στο άλλο.
Ο Τζακ και η Ρόουζ δεν είναι παρά δύο έφηβοι που θα έρθουν αντιμέτωποι με την επική «καταστροφή» της ενηλικίωσης, την ίδια ώρα που μαζί τους ο 20ός αιώνας συγκρούεται μετωπικά με τη φιλοδοξία του «νέου κόσμου» και το σινεμά επιστρέφει στις απαρχές του ως το ύστατο μέσο μαζικής κουλτούρας, έτοιμο να καταπλήξει, να συγκινήσει, να αποθεωθεί.
Ναυαγός μέσα στο μύθο του, ο «Τιτανικός» δεν είναι παρά μια ταινία φτιαγμένη από δύο σπάνια υλικά: την απύθμενη αγάπη του Τζέιμς Κάμερον για το σινεμά και το απάτητο ταλέντο ενός auteur που – ακόμη και μέσα στη μεγατόνων φιλοδοξία του – έκρυβε πάντοτε την οργή, την αυθάδεια και την ανεξέλεγκτη ενέργεια ενός εφήβου.
Το ότι στη φόρα που πήρε με αυτήν την ταινία συγκρούστηκε με την Ιστορία ήταν απλώς παράπλευρη απώλεια, αφού πριν απ’ αυτό είχε προλάβει να συγκρουστεί με την ουσία της έννοιας του «instant classic». Και λυπούμαστε για όποιον δεν το πιστεύει, αλλά όχι μόνο βγήκε αλώβητος, αλλά ναι και αδιαμφισβήτητος king of the world.