Ο Τζόναθαν Λάρσον πέθανε ξαφνικά λίγες ώρες πριν την επίσημη πρεμιέρα του «Rent». Ετσι δεν έμαθε ποτέ πως λίγες ώρες μετά το Μπρόντγουεϊ είχε δεχθεί ένα τόσο ισχυρό πολιτισμικό, καλλιτεχνικό και ιδεολογικό σοκ που δεν έχει περάσει ακόμη ακόμη και σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά. Το μιούζικαλ του, μια σύγχρονη μεταφορά της «Μποέμ« του Τζιάκομο Πουτσίνι, έγινε instant classic, απέδειξε πως η ροκ μουσική στη σκηνή μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από μια ροκ όπερα όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τότε, κυρίως σηματοδότησε την ανάγκη της εισβολής του νεο-ρεαλισμού σε ένα είδος από τη φύση του φορτωμένο από μυθοπλασία και την ανάγκη ύπαρξης ηρώων που να ζουν, να ονειρεύονται, να τραγουδούν και να πεθαίνουν όπως οι άνθρωποι στη διπλανή μας πόρτα. Στα βραβεία της χρονιάς, το «Rent« θα κέρδιζε ανάμεσα σε άλλα, το βραβείο Τονι καλύτερου μιούζικαλ της χρονιάς, το βραβείο Πούλιτζερ για θεατρικό έργο και θα παιζόταν στο Μπρόντγουεϊ για 12 συναπτά έτη, ως ένα από τα μακροβιότερα, τα πιο πιο επιτυχημένα, τα πιο επιδραστικά μιούζικαλ όλων των εποχών.
Ναι, το όνειρο ζωής του Τζόναθαν Λάρσον θα είχε γίνει πραγματικότητα, μόνο που ο ίδιος δεν ζούσε πια για να το απολαύσει. Το όνομα του θα γραφόταν με χρυσά και ανεξίτηλα γράμματα στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ, της σόου μπιζ και της ποπ κουλτούρας, περισσότερο ίσως με αυτήν την αναφορά, της τραγικής ειρωνίας που σημαδεύει όχι και τόσο σπάνια τελικά τις ανθρώπινες ιστορίες, αποκαλύπτοντας με τον πιο ισχυρό τρόπο τη ματαιότητα που ενυπάρχει ως έννοια στο εξαντλητικό κυνήγι ενός καλλιτέχνη να ξεχωρίσει, να γίνει αποδεκτός, να πετύχει. Και τι ειρωνία, η πραγματική τραγική ειρωνία να είναι ακριβώς αυτό: ότι ο Τζόναθαν Λάρσον δεν πίστευε στη ματαιότητα, όχι μόνο γιατί την έζησε σχεδόν κυριολεκτικά να απλώνεται πάνω στο δέρμα του, στο παρά λίγο να τον σκοτώσει, αλλά γιατί την ξόρκισε ξανά και ξανά και ξανά με το να συνεχίζει εκεί ακριβώς όπου όλα του έλεγαν να σταματήσει.
Αυτή είναι η ιστορία του «Tick, Tick... Boom!», του κινηματογραφικού σκηνοθετικού ντεμπούτου του Λιν-Μανουέλ Μιράντα, πνευματικού απόγονου του Λάρσον που με το ίδιο θάρρος και θράσος γράφει τα τελευταία χρόνια την δική του ιστορία στο Μπρόντγουεϊ με το «In the Heights» και φυσικά το «Hamilton». Βασισμένο στο ομότιτλο μιούζικαλ του Τζόναθαν Λάρσον (που παίχτηκε για πρώτη φορά το 1990 σε μια αποθήκη εργαλείων του Second Stage Theatre στο Mανχαταν), έναν αυτοβιογραφικό μονόλογο που υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές και έμοιαζε ήδη από την εποχή που γραφόταν ως ένα έργο εν εξελίξει, το φιλμ συναντάει τον ήρωα του όταν ξεκινούσε ως φιλόδοξος σερβιτόρος σε diner στη Νέα Υόρκη να γράψει το πρώτο του μιούζικαλ. Εμμονικός, αεικίνητος, σαν μια ιδιοφυΐα που προσπαθεί να συγκεντρώσει τα σκορπισμένα κομμάτια του ταλέντου του, ο Λάρσον είχε βάλει στοίχημα να γράφει τραγούδια για το οτιδήποτε: από τη ζάχαρη που βάζουμε στον καφέ μέχρι την αγωνία του για τα επερχόμενα 30 του γενέθλια, από τη θυελλώδη σχέση του με το κορίτσι που αγαπούσε μέχρι το ερωτικό τραγούδι που έλειπε στη δεύτερη πράξη του έργου του και το καπιταλιστικό αμερικάνικο όνειρο που δελέασε τον γκέι κολλητό του άλλα ποτέ τον ίδιο.
Το έργο του Λάρσον, στο ίδιο σκηνικό που ανέβηκε στην αυγή της δεκαετίας του ’90, μπερδεύεται με μαεστρία μαζί με την εικονογράφηση που ο Μιράντα του προσφέρει, διασχίζοντας τα στενά σκοτεινά διαμερίσματα στο κέντρο του Μανχάταν, το diner Moondance στο Σόχο, τα ξημερώματα μέσα από τα θολά τζάμια, τις ταράτσες της Νέας Υόρκης που έδειχναν ανέκαθεν στο όνειρο. Εκεί, στο φυσικό χώρο που μεγαλώνει όποιος κάποια στιγμή στη ζωή του ονειρεύτηκε ότι το έργο του ανεβαίνει στη σκηνή του Μπρόντγουεϊ κερδίζοντας παρατεταμένα χειροκροτήματα, διθυραμβικές κριτικές και τσουβάλια βραβεία, ο κόσμος του Λάρσον κολυμπά - σαν τον ίδιο - εκκωφαντικά μέσα σε έναν ωκεανό από σκέψεις, μουσικές, λέξεις, ήρωες, φίλους, μύθους της σκηνής, κυρίως ενηλικίωση και συνειδητοποίηση. Καθώς ο Λάρσον ολοκληρώνει το πρώτο του μιούζικαλ, αντιλαμβάνεται (αντιλαμβανόμαστε) ότι ο λαμπερός κόσμος που φαντάζεται είναι φτιαγμένος από υλικά σαν αυτά που κάνουν το διαμέρισμα του να μοιάζει με αχούρι, σαν τους λογαριασμούς που στοιβάζονται απλήρωτοι μέχρι να κοπεί το ρεύμα, σαν τις ανθρώπινες σχέσεις που όταν δεν είσαι εκεί τελειώνουν, σαν τα σημαντικότερα έργα που γράφτηκαν ποτέ επειδή οι νότες και οι λέξεις γεννήθηκαν από μια αλήθεια.
Καθώς όσο προσπαθεί αποτυγχάνει (η σκηνή της «ανάγνωσης» του μιούζικαλ του που έγινε δεκτό με θετικά σχόλια αλλά που κανείς δεν θέλησε ποτέ να ανεβάσει είναι κομβική, ήδη κλασική, μια μεγάλη στιγμή για τον Μιράντα), ο Λάρσον αρχίζει να συνειδητοποιεί, να βλέπει ίσως καθαρά για πρώτη φορά τον κόσμο γύρω του, να αναπνέει την ίδια του την υπερ-ενέργεια, να την επεξεργάζεται με την ευαισθησία ενός μεγάλου καλλιτέχνη και να την εκτοξεύει πλέον σε λόγο κοινωνικό, πολιτικό. «Γυμνός» μπροστά σε ένα κόσμο που αλλάζει ανταλλάζοντας την μποέμικη ζωή με το corporate όνειρο μιας εύκολης ζωής, μπροστά σε νεκρούς φίλους από AIDS, μπροστά στα τρομακτικά 30 του χρόνια, μπροστά στο τέλος όλων των ψευδαισθήσεων, ο Λάρσον απογυμνώνει και το όνειρο από τις μυθοπλασίες του Μπρόντγουεϊ (και ο Μιράντα από αυτές τους Χόλιγουντ), καλεί τον εαυτό του, όσους αγαπά και το κοινό που θα ήθελε να τον αγαπήσει να «come to your senses» και παραδίδει σκληρό μελωδικό ροκ ενήλικης καλλιτεχνικής ολοκλήρωσης, αυτής που νομοτελειακά θα οδηγούσε στο «Rent» και στην καθολική αναγνώριση.
Όσο αναρωτιέσαι αν αυτή η ταινία είναι μια μικρή ταινία για την καλλιτεχνική δημιουργία - από τις σημαντικότερες για την αθέατη πλευρά του Μπρόντγουεϊ - ή το μεγάλο πορτρέτο ενός ιδιοφυή καλλιτέχνη - από τα πιο ολοκληρωμένα - , ο Μιράντα, το ίδιο αληθινός με τον Λάρσον του φινάλε κάνει «σοφά» μια προσωπική ταινία, μιλάει για τα πράγματα που γνωρίζει καλύτερα, τους ανθρώπους που είναι οι ήρωες του, ξέρει απέξω όλα τα τραγούδια και έτσι μπορεί να τα τραγουδήσει ο ίδιος πριν από όλους τους ηθοποιούς του και στο ίδιο μήκος κύματος με το «In the Heights» και το «Hamilton» όχι μόνο γράφει μια ιστορία που κανείς δεν φρόντισε εδώ και χρόνια να πει, αλλά δικαιώνει ιστορικά (όταν μιλάμε για κινηματογράφο μιλάμε μόνο για Ιστορία) έναν δημιουργό που επηρέασε το μεγαλύτερο κομμάτι των καλλιτεχνών που σήμερα μιλούν ευθαρσώς τη γλώσσα του.
Ένας από αυτούς τους καλλιτέχνες, από τους μεγαλύτερους, τους πιο σπάνιους, τους πιο διορατικούς της γενιάς του, με το νεύρο μιας αναπάντεχης μείξης Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Ρόμπιν Γουίλιαμς, σπαρακτικά κωμικός και ξεκαρδιστικά τραγικός, σαρωτικός και παρών σε κάθε δέκατο του δευτερολέπτου ενός one man show που στηρίζεται και ρισκάρει την ίδια του την ύπαρξη όλο στους ώμους του, ο Αντριου Γκάρφιλντ υποδύεται τον Τζόναθαν Λάρσον σαν να είναι μιούζικαλ ο ίδιος, εφευρίσκοντας τρόπους να υποδυθεί νατουραλιστικά και μαζί απενοχοποιημένα queer όλον τον παραλογισμό της ύπαρξής του. Είναι συγκλονιστικός για εκατομμύρια λόγους (που θα έπρεπε να τον οδηγήσουν δίκαια όχι μόνο σε υποψηφιότητα αλλά και Όσκαρ κι αν όχι ποιος νοιάζεται μετά από αυτήν την ερμηνεία...) - πράγμα που κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν γνώριζε ήδη από τα χρόνια του «Social Network», της «Σιωπής», του «99 Homes», του «Hacksaw Ridge», του «Spider-Man». Αλλά θα αρκούσε μόνο ότι μέσα στην παιδική λαχατάρα που έχει συνεχώς το βλέμμα του για αποδοχή κρύβονται όλοι οι Τζόναθαν Λάρσον αυτού του κόσμου, άνθρωποι ατελείς, που ζούνε πίσω από τις διπλανές μας πόρτες, καλλιτέχνες μεγάλοι που ταρακούνησαν για λίγο τον κόσμο προσπαθώντας να τον αλλάξουν και πέτυχαν πολύ πριν τα βραβεία και την αναγνώριση, στο σημείο που υπήρξαν απόλυτα αληθινοί απέναντι στον εαυτό τους και την εποχή τους.