Κατά τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου Πολέμου, μια ομάδα Λονδρέζων μαθητών, με επικεφαλής τη διευθύντριά τους Τζιν Χογκ και τη νεαρή δασκάλα Ιβ Πάρκινς, εγκαταλείπουν το Λονδίνο με προορισμό την περίφημη ερειπωμένη βίλα Ελ Μαρς, στα ανεμοδαρμένα αλμυρά έλη του Nine Lives Causeway. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, σε ένα έρημο αγροτικό χωριό της Μεγάλης Βρετανίας, η παρουσία τους θα ξεσηκώσει μια κακόβουλη δύναμη με εκδικητικό πνεύμα. Ο ανατριχιαστικός ήχος μιας καρέκλας που τρίζει, το αρχαίο γραμμόφωνο με τις εξωπραγματικές μελωδίες, τα στοιχειωμένα όνειρα που μοιάζουν τρομακτικά αληθινά, οι σκοτεινές σκιές τα βράδια και το κακόβουλο πνεύμα που τους καταδιώκει θα κάνουν δύσκολη τη ζωή των μαθητών, όμως θα μπορέσουν άραγε να ξεφύγουν από τη «Γυναίκα με τα Μαύρα»;
Πόσες ταινίες με φαντάσματα μπορεί να δει κανείς πριν ξέρει σχεδόν εκ προοιμίου σε ποια σανίδα που τρίζει και σε ποιο κλείσιμο της πόρτας θα εμφανιστεί η γυναίκα με τα μαύρα. Ναι ομολογουμένως είναι δύσκολο να σε εκπλήξει πια ο συνδυασμός υπαινικτικής μουσικής που ξαφνικά κορυφώνεται και μιας σκιάς που κινείται στο φόντο, όμως η αλήθεια είναι πως το σίκουελ της «Γυναίκας με τα Μαύρα» δεν τα καταφέρνει άσχημα.
Ξεκινώντας από την εποχή και τον τρόπο που εκμεταλλεύεται την σκιά του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου σαν ένα ακόμη στοιχείο απειλής, το φιλμ του Χάρπερ χτίζει με επιτυχία μια εξαιρετική ατμόσφαιρα με την βοήθεια μιας συχνά εντυπωσιακής φωτογραφίας, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν γίνεται ποτέ ιδιαίτερα τρομακτικό.
Περισσότερο από μια καθαρόαιμη ταινία τρόμου θυμίζει ένα ρομαντικό, σκοτεινό μελόδραμα με στοιχεία μεταφυσικού. Κάτι που εν μέρει λειτουργεί, αλλά που τελικά στερεί το φιλμ από την ένταση που θα περίμενες να έχει.
Το γεγονός επίσης ότι σχεδόν κάθε τι στην πλοκή ακολουθεί μια διαδρομή που δεν είναι δύσκολο να προβλέψεις δεν βοηθά επίσης, αλλά ακόμη κι έτσι το φιλμ παραμένει μια καλοστημένη, αισθητικά γοητευτική άσκηση στο σινεμά είδους.