O σκηνοθέτης του «99 Homes» και του «Man Push Cart», έκανε πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ένα πολιτικό σινεμά, εστιάζοντας πάντα στους ανθρώπους και τις ιστορίες τους, τις δυσκολίες ή τις αναποδιές της ζωής τους. Στο «Ο Λευκός Τίγρης» κάνει το ίδιο μέσα από ένα success story που χτίζεται πάνω στην αδικία, την δυστυχία και την τραγωδία, σε μια ταινία που δεν θέλει να είναι το «Slumdog Millionaire», αφού όπως δηλώνει ξεκάθαρα ο ήρωάς του σε μια σκηνή της ταινίας κανείς δεν γίνεται εκατομμυριούχος κερδίζοντας τα λεφτά σε ένα τηλεπαιχνίδι.
Οταν συναντάμε τον Μπαρλάμ για πρώτη φορά, έχει ήδη χτίσει την περιουσία του στην Μπανγκαλόρ, την Silicon Valley της Ινδίας, και φιλοδοξεί να συναντήσει τον Κινέζο πρόεδρο που ερχεται στη χώρα του για επίσκεψη. Για να το κατορθώσει, ο Μπαρλάμ γραφει ένα email στο γραφείο του, το οποίο θα λειτουργήσει ως το voice over της ιστορίας του, από τα παιδικά του χρόνια στην δυστυχία και την φτώχεια ενός μικρού χωριού στο ακόμη φεουδαρχικό πουθενά της Ινδίας, ως την τελική επιτυχία του και το τίμημα που χρειάστηκε να πληρώσει για να την κατακτήσει.
Αφήνοντας πίσω του την καταπίεση της γιαγιάς του που τον αναγκάζει να δουλεύει στο άθλιο τεϊοποτείο της και τα γκρεμισμένα του όνειρα να τελειώσει το σχολείο, ο Μπαρλάμ θα μεγαλώσει παρατηρώντας τους μηχανισμούς του κόσμου γύρω του και θα ανακαλύψει πως υπάρχει τρόπος να καλυτερέψει την ζωή του ακόμη κι αν χρειαστεί να παίξει με τους κανόνες τους συστήματος όσο καιρό χρειάζεται για να το σκάσει από «το κοτέτσι» στο οποίο είναι φυλακισμένος περιμένοντας αναπόφευκτα το μαχαίρι που αργά ή γρήγορα θα έρθει και για εκείνον.
Κι έτσι θα κατορθώσει να προσληφθεί ως δεύτερος σοφέρ στην πλούσια οικογένεια στην οποία ανήκει η γη στο χωριό του και σύντομα θα ανέβει στην ιεραρχία του υπηρετικού προσωπικού και θα γίνει ο αποκλειστικός σοφέρ του νεότερου μέλους της οικογένειας των αφεντικών του, του σπουδαγμένου στην Αμερικη Ασόκ και της μεγαλωμένης εκεί καινούριας του γυναίκας Πίκνι. Ομως σε μια κοινωνία όπου οι κάστες καθορίζουν την θέση σου και που η ανισότητα μοιάζει εντυπωμένη στο ίδιο της το DNA ακόμη και η σχέση του με τα ανοιχτόμυαλα αφεντικά του, μοιάζει να είναι μπερδεμένη και γεμάτη εμπόδια.
Με την χειμαρρώδη ιστορία να επικεντρώνεται στο μεγαλύτερο τμήμα της σε αυτή την φάση της ζωής του Μπαρλάμ, η ταινία του Μπαχρανί κατορθώνει να χτίσει ένα ζωντανό και πολύχρωμο πορτρέτο μιας σύνθετης κοινωνίας και τον νοοτροπιών που την δομούν και να πλάσει χαρακτήρες που κατορθώνουν να σε ενδιαφέρουν ακόμη κι αν πολύ συχνά δείχνουν περισσότερο σαν συμβολισμοί παρά σαν αληθινοί άνθρωποι.
Η πυκνότητα της αφήγησης, και η συναρπαστική κοινωνική τοιχογραφία που χτίζει «ο Λευκός Τίγρης» κερδίζουν το ενδιαφέρον σου ως το τέλος, όμως την ίδια στιγμή σε όλη την διάρκειά της έχεις την αίσθηση πως η ταινία προσπαθεί λίγο πιο σκληρά απ΄ όσο θα χρειαζόταν. Τα πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά της μηνύματα σχεδόν φωτίζουν σαν σήματα από νέον κάποιες σκηνές, η εικονογραφία της πετυχαίνει την αυθεντικότητα αλλά όχι δίχως την αίσθηση της ματιάς ενός ξένου, ο καταιγιστικός ρυθμός της σκηνοθεσίας και του μοντάζ κατά στιγμές σε εξαντλούν. Ακόμη κι έτσι όμως, η ταινία του Μπαχρανί, αποφεύγει το μελόδραμα κατορθώνοντας να αλλάζει το ύφος της με χαμαιλεοντική σχεδόν ευκολία, κι έχει την καρδιά της στη σωστή θέση παραμένοντα μαζί ανθρώπινη και πικρά πολιτική.