Κουρασμένος από το θόρυβο και την τρέλα της Νέας Υόρκης, αλλά και τη μετά Αϊζενχάουερ εποχή στην Αμερική, ο free lancer δημοσιογράφος Πολ Κεμπ ταξιδεύει στο παρθένο νησί του Πόρτο Ρίκο για να δουλέψει σε μια τοπική εφημερίδα, την The San Juan Star. Υιοθετώντας το στιλ ζωής του νησιού, στο οποίο πρωτοστατεί η κατανάλωση ρούμι, ο Πολ σύντομα παθιάζεται με την Σενό, την άγρια, ελκυστική και γεννημένη στο Κονέκτικατ αρραβωνιαστικιά του Σάντερσον. Ο Σάντερσον, που εμπλέκεται σε σκοτεινές υποθέσεις αγοροπωλησίας ακινήτων, είναι ένας από τους πολλούς Αμερικανούς επιχειρηματίες που είναι αποφασισμένοι να μετατρέψουν το Πόρτο Ρίκο σε ένα καπιταλιστικό παράδεισο, στην υπηρεσία των πλουσίων. Οταν ο Σάντερσον αναθέτει στον Κεμπ να γράψει ένα κολακευτικό άρθρο για το πρόσφατο ανούσιο project του, ο δημοσιογράφος έχει τις εξής επιλογές: είτε να γράψει προς οικονομικό όφελος του διεφθαρμένου επιχειρηματία ή να τον «αποκαθηλώσει».
Το μόνο πράγμα που δεν μπορείς να προσάψεις στο «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» είναι ότι δεν έγινε με αγάπη προς τον πραγματικό της πρωταγωνιστή που δεν είναι άλλος από τον Χάντερ Τόμσον. Πόσο μάλλον να κατηγορήσεις τον Τζόνι Ντεπ – προσωπικό φίλο του Τόμσον και υπεύθυνο για την έκδοση του «Μεθυσμένου Ημερολογίου» τρεις δεκαετίες μετά τη συγγραφή του – για την επιλογή του να υποδυθεί ο ίδιος το alter ego του Τόμσον, δημοσιογράφο Πολ Κεμπ και για την ευφυή ιδέα να προσλάβει από τη θέση του παραγωγού ως σκηνοθέτη τον Μπρους Ρόμπινσον του «Withnail and I».
Η αγάπη, όμως, όπως και τα σωστά συστατικά δεν υπήρξαν ποτέ απο μόνα τους αρκετά για να κάνουν μια καλή ταινία. Ειδικά, όταν, τόσο ο Ντεπ όσο και ο Ρόμπινσον είναι φανερό πως δεν ξέρουν τι ακριβώς ήθελαν να μεταφέρουν ζωντανεύοντας το «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» στη μεγάλη οθόνη.
Γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν ο Τόμσον δεν ήταν ακόμη η μυθική φιγούρα που όλη η Αμερική θα γνώριζε από την καλή και την ανάποδη λίγο αργότερα, το «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» είναι μάλλον ένα πρώιμο δείγμα μυθοπλασίας και σίγουρα όχι το καλύτερο ενός συγγραφέα που θα διέπρεπε στο ιδιότυπο ρεπορτάζ που ο ίδιος ευήφρε και έμεινε στην ιστορία ως «Gonzo», μια μείξη fiction και δημοσιογραφίας γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, μακριά από τις συμβάσεις του παραδοσιακού ρεπορτάζ.
Η μεταφορά του στο σινεμά, εν έτει 2011, θα είχε, υπό φυσιολογικές συνθήκες, έναν και μοναδικό σκοπό: να συστήσει τον Τόμσον σε μια νεότερη γενιά θυμίζοντας στους παλιότερους από που ξεκίνησαν όλα. Ταυτόχρονα να δώσει την ευκαιρία στον Τζόνι Ντεπ να ολοκληρώσει το υποκριτικό του homage στον Τόμσον που είχε ξεκίνησει από τον μικρό του ρόλο στο «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» του Τέρι Γκίλιαμ. Και να ξυπνήσει από το λήθαργο τον Μπρους Ρόμπινσον που μετά το θρυλικό «Withnail and I» σκηνοθέτησε μόνο ακόμη δύο ταινίες (με τελευταία το «Jennifer 8» του 1992) ξεπερνώντας στο μεσοδιάστηκμα ακόμη και τον ίδιο τον Τόμσον σε πρόβλημα αλκοολισμού.
Τι κρίμα που το «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» δεν κάνει τίποτε απ’ όλα τα παραπάνω.
Σαν να μην γνωρίζει τι ακριβώς συνέβη στη ζωή του Τόμσον από τις αρχές των 60s μέχρι και την αυτοκτονία του το 1995, το «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» τον παρουσιάζει (πάντοτε μέσα από το alter ego του, Πολ Κεμπ) ως έναν άλλοτε αστείο, άλλοτε χαμένο στους προσωπικούς του δαίμονες νεαρό δημοσιογράφο που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο αραλίκι και την πολιτική αφύπνιση. Σαν να έχει γίνει δεύτερη του φύση, ο Τζόνι Ντεπ τον υποδύεται σαν να παίζει στους «Πειρατές της Καραϊβικής» χωρίς τα κοστούμια και εντάξει - ας είμαστε επιεικείς - με κατεβασμένο το κοντέρ της υπερβολής. Και σαν να θέλει να επιβεβαιώσει – έστω και με το ζόρι – πως υπήρξε «one hit wonder» σκηνοθέτης, ο Μπρους Ρόμπινσον σκηνοθετεί ένα ανύπαρκτο σενάριο (γραμμένο από τον ίδιο) αντικαθιστώντας την ιστορία με λουστραρισμένα πλάνα και γκρο πλαν του πρωταγωνιστή του, παραδίδοντας το οξύμωρο μιας συμβατικής ταινίας για έναν αντισυμβατικό ήρωα.
Ακόμη και αν για την πρώτη ώρα του φιλμ είσαι σίγουρος πως τα «πνεύματα» θα ανάψουν και οι «ουσίες» θα αναλάβουν δράση ολοκληρώνοντας μια αλά Τόμσον διαλεκτική πάνω στη σημασία του να είσαι ιδεολογικά sober, το «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» θυμίζει στο δεύτερο μέρος την αίσθηση που έχεις όταν μεθάς για κάποιον πολύ συγκεκριμένο λόγο αλλά το hangover σε βρίσκει να περιστρέφεσαι άσκοπα γύρω από τον εαυτό σου.