Θαμμένη, εδώ και 5000 χρόνια, κάπου βαθιά στην έρημο, η Αιγύπτια βασίλισσα Αμανετ έρχεται ξανά στη ζωή και σκορπά γύρω της τον τρόμο, καθώς αναζητά τρόπο για να ζωντανέψει τον θεό του Κακού, Σετ, και να κυριαρχήσει στον σύγχρονο κόσμο. Για να το πετύχει, θα βάλει στο στόχαστρο τον άνδρα που άθελά του υπήρξε υπεύθυνος για την απελευθέρωσή της. Σε έναν ιδιότυπο κόσμο θεών και τεράτων, η διαφορά μεταξύ καλού και κακού γίνεται πολλές φορές ιδιαίτερα δυσδιάκριτη και οι θυσίες μοιάζουν μονόδρομος.
Οι περισσότερες από τις εμβληματικές ταινίες τεράτων της Universal από τη δεκαετία του ’30 και τη λεγόμενη Χρυσή Εποχή του Φανταστικού, ανάμεσά τους και η «Μούμια» που σκηνοθέτησε το 1932 ο Καρλ Φρόιντ, είναι μάλλον απίθανο να τρομάξουν έναν ενήλικο θεατή σήμερα, ωστόσο δεν κουβαλούν καθόλου τυχαία τον αέρα του κλασικού. Μινιμαλιστικές και αρχετυπικές στο ξετύλιγμα των κλασικών μύθων τους, ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες της εποχής τους και τα εξαιρετικά συγκρατημένα για τα στουντιακά δεδομένα budget τους, για να αποτελέσουν στις καλύτερες στιγμές τους υποδείγματα δραματικής οικονομίας, γοτθικής ατμόσφαιρας και ασπρόμαυρης φωτογραφίας, με στιβαρούς ερμηνευτές (Μπόρις Καρλόφ, Ελσα Λάντσεστερ, Κλοντ Ρέινς) ικανούς να εμφυσήσουν την απαραίτητη τραγικότητα στους καταραμένους χαρακτήρες τους και με έναν μακάβριο ρομαντισμό που διατηρεί ατόφια τη δύναμή του μέχρι και σήμερα.
Για τα σημερινά στούντιο, βέβαια, και για το κοινό στο οποίο στοχεύουν, κάτι τέτοιο δεν είναι φυσικά αρκετό. H Universal έχει προσπαθήσει αρκετές φορές στο παρελθόν να αναβιώσει τον κατάλογο των τεράτων της, με αποκορύφωμα τις εξαιρετικά επιτυχημένες (εισπρακτικά μιλώντας, πάντα) χαβαλεδιάρικες περιπέτειες του Στίβεν Σόμερς, με πρωταγωνιστή τον Μπρένταν Φρέιζερ, ποτέ όμως δεν είχε συλλάβει μια τόσο οργανωμένη προσπάθεια όπως αυτή που εγκαινιάζεται με τη φετινή «Μούμια», που φιλοδοξεί να ενώσει σε ένα γιγαντιαίο franchise όλα τα θρυλικά κινηματογραφικά της τέρατα, κάτω από ένα ενιαίο κινηματογραφικό σύμπαν με τον τίτλο Dark Universe.
Ομολογουμένως, κρίνοντας από αυτήν εδώ τη «Μούμια», τα πράγματα δεν μοιάζουν και πολύ ενθαρρυντικά για το μέλλον αυτού του υπερβολικά φιλόδοξου πλάνου, έστω κι αν σκεφτείς με επιείκεια ότι πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για ένα φιλμ-εισαγωγή. Κι αυτό γιατί από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία μοιάζει με ένα ολότελα προκάτ κατασκεύασμα που προσπαθεί απεγνωσμένα και βεβιασμένα να ικανοποιήσει τους πάντες και να τσεκάρει όσα περισσότερα κουτάκια μπορεί στη συνταγή δημιουργίας του απόλυτου μπλοκμπάστερ, με μοναδικό στόχο το κέρδος κι ελάχιστη έμπνευση: θρίλερ μυστηρίου και τυχοδιωκτική περιπέτεια αλά Ιντιάνα Τζόουνς, χιούμορ και μεταφυσικός τρόμος, θεαματικές σκηνές δράσης και καταστροφής, μια θύελλα ψηφιακών εφέ και ριψοκίνδυνων stunt, και φυσικά τα θεμέλια των συνεκτικών δεσμών που θα συνδέσουν την ταινία με τα μελλοντικά επεισόδια του Dark Universe.
Ακόμα και ο συνήθως συνεπής και πάντα επαγγελματίας Τομ Κρουζ, στο ρόλο του μισθοφόρου με τις τάσεις αρχαιοκαπηλίας που ξεθάβει κι απελευθερώνει άθελά του τη σατανική Αιγύπτια πριγκίπισσα του τίτλου, μοιάζει αμήχανος, σαν να μην ξέρει που βρίσκεται και τι ακριβώς πρέπει να κάνει, έρμαιο μιας ταινία που προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα και μεταπηδά άγαρμπα από το ένα είδος στο άλλο, χωρίς εν τέλει να επιτυγχάνει ακριβώς σε κανένα.
Οι αρχικές σεκάνς της ανακάλυψης του τάφου της πριγκίπισσας Αμανετ στη Μεσοποταμία και η περιπετειώδης μεταφορά της στο Λονδίνο αποτελούν μερικές από τις ελάχιστες αποτελεσματικές σκηνές, όμως η «Μούμια» παραπαίει διαρκώς ανάμεσα στις διαφορετικές διαθέσεις, χωρίς να καταφέρνει ποτέ να βρει το ρυθμό της, η χημεία ανάμεσα στον Κρουζ και την αρχαιολόγο της Αναμπελ Γουόλις είναι ανύπαρκτη, τα αστεία να χάνουν το στόχο τους (ακόμα κι όταν η ταινία επιχειρεί να αναβιώσει το πνεύμα του «Ενας Αμερικανός Λυκάνθρωπος στο Λονδίνο», μέσα από τους διαλόγους του Κρουζ με τον νεκρό κολλητό του) και το όποιο σασπένς εξανεμίζεται εν τη γενέσει του χάρη στη διαρκή και αψυχολόγητη εναλλαγή ύφους.
Η παρουσία του Ράσελ Κρόου ως Δόκτορα Τζέκιλ (και κύριο Χάιντ) πιθανότατα δεν προετοιμάζει για μια μελλοντική ταινία βασισμένη στον χαρακτήρα του, αλλά για έναν χαρακτήρα που στα πρότυπα του Σάμιουελ Τζάκσον/Νικ Φιούρι των «Avengers» μοιάζει προορισμένος να επιστρατεύσει όλα τα τέρατα σε μια ανίερη συμμαχία. «Μερικές φορές χρειάζεται ένα τέρας για να πολεμήσει ένα τέρας» λέει κάποια στιγμή ο Δρ. Τζέκιλ, προδίδοντας τη μάλλον ασαφή και ανολοκλήρωτη ιδέα που κρύβεται πίσω από το περίφημο Dark Universe. Περιέργως είναι μια ιδέα που είχαμε δει και στο βασισμένο σε κόμικ του Αλαν Μουρ, και παταγωδώς αποτυχημένο, «The League of Extraordinary Gentlemen» (2003), σίγουρα όμως δεν αρκεί για να συντηρήσει ένα franchise που στα πρώτα του αυτά βήματα δεν έχει δείξει ίχνος προσωπικότητας για να μας πείσει ότι αξίζει τον κόπο να το ακολουθήσουμε.