H 70χρονη Λίλιαν Χολ είναι μία μητριαρχική φιγούρα στα θεατρικά σανίδια της Νέας Υόρκης. Για δεκαετίες, οι ερμηνείες της τής χάρισαν ένδοξες κριτικές, λάμψη, χρήματα κι ένα ακλόνητο στάτους στην κορυφή της Μπρόντγουεϊ αριστοκρατίας. Σήμερα, τη συναντάμε σε πρόβες για την νέα της παράσταση - είναι έτοιμη να πρωταγωνιστήσει σε μία μοντέρνα διασκευή του «Βυσσινόκηπου» του Τσέχοφ, με σκηνοθέτη έναν σύγχρονο, alternative, ανερχόμενο δημιουργό. Για εκείνη είναι απλώς μία ακόμα πρόκληση, μία ακόμα σεζόν. Για εκείνον είναι καλλιτεχνικό στοίχημα, αλλά και εμπορική εγγύηση: καλή η πειραματική διαφορετικότητα, αλλά ένα μεγάλο όνομα στη μαρκίζα γεμίζει τα θέατρα. «Είναι σαν το σεξ - να σκηνοθετεί κανείς μία μεγάλη πρωταγωνίστρια» τής λέει αμήχανα. «Πάντα σκέφτεσαι: ήμουν καλός; Ημουν καλύτερος ή χειρότερος από τον προηγούμενο;»
Μόνο που τελευταία η Λίλιαν Χολ δεν είναι ο εαυτός της. Κάτι συμβαίνει. Ξεχνάει τις ατάκες της, χάνει τη σύνδεσή της με το κείμενο, τους ηθοποιούς, τη ροή της αφήγησης - τη ροή της μέρας, της ζωής της κι εκτός σκηνής. Θολώνει, ξεχνάει, βλέπει παραισθήσεις, παιδεύεται από βασανιστικές αϋπνίες. Μία μαγνητική αποκαλύπτει την αιτία: βρίσκεται στα πρώτα στάδια άνοιας. Πεισματάρα και τρομαγμένη, επιμένει ότι θα συνεχίσει με την παράσταση. Αλλωστε, τι άλλο μπορεί να κάνει; Τι άλλο της απομένει; Ολα τα άλλα τα έχει θυσιάσει - η σχέση με την κόρη της διαταραγμένη, η ζωή στο ρετιρέ του Μανχάταν, μοναχική. Από τότε που πέθανε κι ο άντρας της, η μόνη της παρέα είναι η πιστή της οικονόμος. Ομως η μάχη με ένα μυαλό που σε εγκαταλείπει είναι άνιση κι άδικη. Θα τα καταφέρει να παραμείνει σπουδαία μέχρι την τελευταία υπόκλιση;
Ο θεατρικός ηθοποιός και σκηνοθέτης Μάικλ Κρίστοφερ επιχειρεί να κατασκευάσει ένα ερωτικό γράμμα για το θέατρο, αλλά ειρωνικά καταλήγει με κάτι για την μικρή οθόνη - ένα πρότζεκτ με τηλεοπτική υπογραφή (παραγωγής ΗΒΟ), το οποίο μάλιστα προοριζόταν για άλλη ηθοποιό, με παραπλήσιο σενάριο και με άλλο τίτλο («Θέσεις, παρακαλώ»). Η Μέριλ Στριπ θα πρωταγωνιστούσε σε μία ιστορία που ήθελε μία μεγάλη κυρία του σινεμά να αποδέχεται μόνο ρόλους ηλικιωμένων γιαγιάδων γιατί τα χολιγουντιανά στούντιο την είχαν ξεγράψει. Κι όταν της παρουσιάστηκε μία μεγάλη ευκαιρία, ένας ρόλος ζωής, εκείνη διαπιστώνει ότι πάσχει από άνοια.
Αυτό το πρότζεκτ ναυάγησε, η Ελίζαμπεθ Σελντς Ανακόνε ανέλαβε να τροποποιήσει το σενάριο και να μεταφέρει την ιστορία στο Μπρόντγουεϊ και η Τζέσικα Λανγκ υπέγραψε για τον κεντρικό ρόλο, επιστρέφοντας στο σινεμά μετά από 19 χρόνια - η καριέρα της είχε περιοριστεί σε τηλεοπτικές σειρές («American Horror Story», «Feud») και θεατρικές παραστάσεις («Mother Play»).
Οριακά ιερόσυλο το επόμενο σχόλιο, αλλά πόσο καλύτερη επιλογή η Λανγκ για αυτό το ρόλο. Η Στριπ είναι η μεγαλύτερη εν ζωή ηθοποιός και έχει αποδείξει ότι, εν δυνάμει, μπορεί να παίξει τα πάντα. Εκτός ίσως από ένα: να μας πείσει ότι δεν μπορεί να παίξει. Να νιώσεις στο μεδούλι σου την ανασφάλεια της ερμηνεύτριας που χάνει την ικανότητά της, και μαζί και την ταυτότητά της. Η Λανγκ, αντιθέτως, είναι συγκλονιστική - αιωρείται μπροστά στα μάτια μας μέσα σ' αυτή την ευθραυστότητα. Φαινομενικά, παραδίδεται στο χάος της αρρώστιας, της ανημπόριας, του φόβου, όμως στην πραγματικότητα κρατά σφιχτό χαλινάρι ώστε να μην ξεφύγει σε overacting. Ισορροπεί ιδανικά κι ελίσσεται με μαεστρία, αποφεύγοντας όλα τα κλισέ που θα την οδηγούσαν σε υπογραμμισμένες υπερβολές. Πολύ καλή η Λίλι Ρέιμπ στο ρόλο της κόρης, ενώ παραμένουν ανεκμετάλλευτοι οι Πιρς Μπρόσναν και Κάθι Μπέιτς σε ρόλους χωρίς πραγματικό μεδούλι.
Αν η Ανακόνε έγραφε ένα πιο πρωτότυπο, πιο δυναμικό, πιο ρισκέ σενάριο, αν ο Κρίστοφερ σκηνοθετούσε με μεγαλύτερη τόλμη και όραμα θα μιλούσαμε για το «The Great Lillian Hall» ως ένα μελόδραμα αυτόματα κλασικό. Κάτι που στις ασπρόμαυρες, χρυσές εποχές του Old Hollywood θα έπαιζε η Μπέτι Ντέιβις, η Τζόαν Κρόφορντ, η Γκρέτα Γκάρμπο. Για μία τέτοια ντίβα έχουν γραφτεί οι ατάκες της ταινίας, άλλωστε: «Δεν έχω αποφασίσει ακόμα πόσο χρονών είμαι» λέει με γοητευτική αυθάδεια και κοφτερό φλέγμα η Λίλιαν Χολ στο γιατρό της όταν της αποκαλύπτει ότι πάσχει από άνοια. «Αλλά, όχι, δεν είμαι και τόσο μεγάλη».
Κουβαλώντας όλο το βάρος της ταινίας, και διασώζοντας αρκετά κενά και λανθασμένες επιλογές, η Τζέσικα Λανγκ είναι πράγματι σπουδαία. Το αποτέλεσμα όμως δυστυχώς δεν είναι. Παραμένει παγιδευμένο στα στενά, τηλεοπτικά του όρια.