Η πραγματική ιστορία του Ρέι Κροκ, ενός πωλητή από το Ιλινόι της Αμερικής. Ο Κροκ γνώρισε τους Μακ και Ντικ ΜακΝτόναλντ, που είχαν ένα εστιατόριο με εξειδίκευση στα μπέργκερ στην Νότια Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1950 και εντυπωσιάστηκε από το ταχύτατο σύστημα παρασκευής φαγητού που είχαν αναπτύξει τα δύο αδέρφια. Πίστεψε ότι υπήρχε η προοπτική για την εκκίνηση ενός franchise, κατόρθωσε λοιπόν να πάρει την εταιρία από τα αδέρφια McDonald και να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία δισεκατομμυρίων.
Φυσικά και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε μια συμβατική κλασική βιογραφία που πατάει με το ένα πόδι της στο ανεξάντλητο θέμα του αμερικανικού ονείρου και με το άλλο στη θεματική της ανόδου και της πτώσης που συνήθως συμβαίνουν με αυτή ή και την ανάποδη σειρά σε οποιον άνθρωπο κυνηγά, περισσότερο απ’ όσο αντέχει, τη φιλοδοξία του.
Ο Τζον Λι Χάνκοκ της μέτριας αν και αξιοπρεοπούς σκηνοθετικής φήμης του «Saving Mr. Banks» και του «Blind Side» (είναι αυτό για το οποίο η Σάντρα Μπούλοκ πηρε το Οσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου) εμπιστεύεται ένα στέρεο (βλ σε στιγμές και ανιαρό), γραμμικό σενάριο και κυρίως τον Μάικλ Κίτον σε ένα ρόλο που πραγματικά δεν θα μπορούσες ποτέ να σκεφτείς κάποιον άλλο και ξεκινάει τη (γνωστή) διαδρομή ενός ανθρώπου που θέλει να πιάσει την καλή και όταν τη... βρίσκει δεν λέει να την αφήσει με τίποτα.
Σε μια άγνωστη σχετικά ιστορία γύρω από το πως οικοδομήθηκε η τεράστια βιομηχανία των McDonald’s από τον άνθρωπο που δεν τα έφτιαξε αλλά τα βρήκε για καλή (η κακή) του τύχη στο δρόμο του, το «The Founder» αφηγείται στην πραγματικότητα πως μια πετυχημένη ιδέα ξέφυγε από το μέγεθος του local για να γίνει το εθνικό και στη συνέχεια το παγκόσμιο φαινόμενο που όλοι γνωρίζουμε.
Κυρίως, όμως, αφηγείται το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για να συμβεί αυτό και κανείς δεν εννοεί την ποιότητα του κιμά ή το πόσο τραγανές θα έπρεπε να είναι οι πατάτες για να μην εμποδίζουν την ταχύτητα με την οποία καθιερώθηκε η έννοια του fast-food. (Θα παρατηρήσει κανείς με ευκολία μια διάθεση να «δικαιολογηθεί» το φτηνό της παραγωγής των McDonald’s, αλλά και η προσοχή αυτό να γίνει μέχρι του σημείου όπου κανείς δεν θα ανησυχήσει και θα σταματήσει να καταναλώνει.)
Είναι χαρακτηριστική η μελαγχολία με την οποία ο Λι Χάνκοκ παρατηρεί τον ήρωά του ήδη από την αρχή της ταινίας όταν δεν μπορείς παρά να τον λυπηθείς που περιπλανιέται σε μια αφιλόξενη Αμερική προσπαθώντας να πουλήσει ένα βαρύ πολυμίξερ, ιδανικό για μιλκ-σέικ. Πώς αλλιώς όμως θα μπορούσε να αντικρίσει στα μάτια τον Ρέι Κροκ, έναν μετέπειτα μεγαλοεπιχειρηματία που φέρνει στο νου από αρχετυπικούς ήρωες του σκορσεζικού κινηματογραφικού σύμπαντος μέχρι και τον τωρινό Πρόεδρο των Η.Π.Α., παρά μόνο με αυτήν την αίσθηση της απώλειας όλων όσων κάνουν πρωταρχικά τους ανθρώπους να παθιάζονται με τα όνειρά τους;
Μέχρι εκεί, όμως. Αδύναμο να αγγίξει οτιδήποτε «σκορσεζικό» στο βάθος του και υπόχρεο μόνο στα κλισέ που εδώ και δεκαετίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά ταινιών που βλέπονται πιο ευχάριστα και από όσο καταναλώνεται ένα menu στο κοντινό σου McDonald’s, το «Founder» έχει νόημα όσο διαρκεί, ψελλίζει χωρίς να μπορεί να το φωνάξει όλα όσα πρέπει να γνωρίζει κανείς για την ασυδοσία, την απληστία και πολλά ακόμη (θανάσιμα) αμαρτήματα και τελειώνει ακριβώς εκεί που ξεκίνησε. Σαν την ταινία που περίμενες ακριβώς να δεις. Και την είδες. Τίποτα λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο.