Νιου Τζέρσει, 1952. Μία παγωμένη νύχτα, ο Μπερτ και η Μίτζι Φέιμπελμαν παίρνουν τον μικρό γιο τους Σάμι για να δει την πρώτη του ταινία στο σινεμά της γειτονιάς. Κουρνιασμένος στην ασφάλεια της αγκαλιάς του μπαμπά και της μαμάς, ο Σάμι μαγεύεται, τρομάζει και συγκλονίζεται με το «The Greatest Show on Earth» του Σεσίλ Μπ. ΝτεΜίλ. Ειδικά η σκηνή της σύγκρουσης του τρένου αποτυπώνεται μέσα του, τον κάνει να πετάγεται τα βράδια από το κρεβάτι του. Ο εφυιής (και λίγο νερντ) μηχανικός Μπερτ θα εξηγήσει πρακτικά, επιστημονικά, στον πιτσιρικά πώς τα 24 καρέ φιλμ το δευτερόλεπτο δημιουργούν την ψευδαίσθηση αλήθειας. Η καλλιτέχνης, πιανίστρια, γεμάτη ενσυναίσθηση Μίτζι θα τον κοιτάξει απλώς στα μάτια και θα του πει: «οι ταινίες είναι όνειρα που κανείς ποτέ δεν ξεχνάει». Και κάπως έτσι ο Σάμι ερωτεύεται το σινεμά.
Κι όχι μόνο. Δεν αγαπά απλώς τι ταινίες. «Τα όνειρα που κανείς δεν ξεχνάει» θα τον βοηθήσουν να ξεχάσει τους πραγματικούς εφιάλτες. Η μητέρα του είναι που το καταλαβαίνει πρώτη και του δίνει κρυφά την Super 8 κάμερα του μπαμπά για να στήσει και να γυρίσει μια σύγκρουση με το παιδικό του τρενάκι στο υπόγειο. Κοιτώντας μέσα από το φακό, ο Σάμι αναπτύσσει το φίλτρο που του δίνει έλεγχο πάνω στις τρομακτικές αλήθειες της ζωής. Αυτή η επουλωτική δύναμη του σινεμά θα γίνει η λύτρωση που θα συνοδεύσει και την επώδυνη εφηβεία του. Οι συνεχείς μετακομίσεις λόγω της high tech δουλειάς του πατέρα του, η απιστία της μητέρας του με τον «θείο Μπέρνι», το διαζύγιο των γονιών του, το αντισημιτικό μπούλινγκ που δέχεται στο Γυμνάσιο, η πρώτη φορά που ο έρωτας του ράγισε την καρδιά. Γυρίζοντας ταινίες τις οικογενειακές εκδρομές ή τις κοπάνες με τους συμμαθητές, κλεισμένος στο δωμάτιό του με την μουβιόλα και τις σημειώσεις του, προβάλλοντας τα δημιουργήματά του στο πατρικό σαλόνι ή τον σχολικό χορό, ο Σάμι νιώθει ότι μόνο έτσι καταλαβαίνει, γλυκαίνει και αποδέχεται τον κόσμο. Αλλά και κάτι ακόμα: δεν είναι ο μόνος που γιατρεύεται. Το σινεμά του έχει τη δύναμη να επικοινωνήσει - γλιστρά από το τρεμάμενο φως του προβολέα και επουλώνει και τις καρδιές των θεατών του.
Αυτό δεν κάνει εδώ και τέσσερις δεκαετίες ο... Στίβι; Με τις ταινίες του ο Στίβεν Σπίλμπεργκ δεν αγγίζει, ζεσταίνει, τεντώνει, ξεχειλώνει και τις δικές μας καρδιές; Δεν μάς προσφέρει τα πιο φανταχτερά, θεαματικά κινηματογραφικά παραμύθια με βιρτουόζικη δεξιοτεχνία στην κατασκευή τους (η τεχνική αριστεία του μπαμπά) και με το μαγικό άγγιγμα της αιώνια παιδικής του αθωότητας και φαντασίας (η ψυχή της μαμάς);
Πέρα από τις επιρροές των γονιών του όμως, η καθαρά δική του συνεισφορά είναι στη διόρθωση. Στη διόρθωση ενός κόσμου άδικου. Η πρόθεση των ιστοριών είναι πάντα ειλικρινής, αλλά η αλήθεια των ταινιών του είναι περασμένη από το γυαλόχαρτο της σπιλμπεργκικής θεραπευτικής επεξεργασίας: ξέρει ότι έχουμε κάτσει στις πολυθρόνες μας, στην ασφάλεια της δικής του αγκαλιάς, για να μάς απαγειώσει σε έναν κόσμο που πάντα νικά η αθωότητα, για να μάς δείξει την έξοδο κινδύνου στην feel-good απόδραση, για να μάς προσφέρει κάτι γλυκό, ένα βάλσαμο από τις πίκρες της ζωής που θα μάς ξαναπεριμένουν έξω από την σκοτεινή αίθουσα, μετά τους τίτλους τέλους.
Για αυτό και οι Φέιμπελμαν δεν είναι η πραγματική του οικογένεια. Δεν είναι οι Σπίλμπεργκ. Γιατί πολύ πιθανόν ο πιτσιρικάς σκηνοθέτης να μην είχε δείξει αυτή την βαθιά κατανόηση στις αμαρτίες των ενηλίκων, να μην είχε φανεί τόσο ώριμος μπροστά στην γεμάτη ατέλειες φύση των γονιών του. Πολύ πιθανόν η διάλυση της οικογένειας του να τον είχε για χρόνια διαλύσει κι εκείνον. Να τον είχε ενηλικιώσει με πίκρα και παράπονο ( «Ε.Τ.: Ο Εξωγήινος», «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου», «Πιάσε Με Αν Μπορείς»). Πολύ πιθανόν, να μην είχε συγχωρήσει ποτέ τον πατέρα του για τις εγωιστικές επαγγελματικές του φιλοδοξίες, ή την ερωτεύσιμα χαρισματική, αλλά τόσο ανώριμα απερίσκεπτη μητέρα του για την προδοσία της.
Ηρθε η ώρα να το κάνει. Δουλεύοντας το σενάριο με τον στενό του συνεργάτη Τόνι Κούσνερ («West Side Story», «Lincoln», «Μόναχο») ο Σπίλμπεργκ ανοίγει την κάμερα και την καρδιά του, τραβάει την κουρτίνα του τραύματος, θολώνει τις γραμμές μεταξύ αλήθειας και κινηματογραφικής φιξιόν, αποδομεί και ξαναχτίζει τις μνήμες του, εξομολογείται, κατανοεί, δικαιώνει και εξιλεώνεται. Η «αυτοβιογραφική» ταινία του, μετατρέπεται σε ψυχαναλυτικό, εξιδανικευμένο memoir, σ' ένα πασπαλισμένο με τρυφερή, κωμική και λαμπερή χρυσόσκονη παραμύθι (η φωτογραφία του Γιάνους Καμίνσκι είναι για ακόμα μία φορά μαγική).
Η ισορροπία ανάμεσα στο αληθινό και το βαθιά ρομαντικό φαίνεται και στους νόνους έκφρασης των ηθοποιών του. Ο Γκαμπριέλ ΛαΜπέλ ερμηνεύει την χαρακτηριστικά εβραϊκή κινησιολογία του Σπίλμπεργκ μελετημένα, αλλά είναι το εκφραστικό του πρόσωπο που εκδηλώνει πολύ πιο ουσιαστικά, όλα όσα οι διάλογοι και οι εικόνες δεν τολμούν να ψελλίσουν. Ο Πολ Ντάνο αποδεικνύει την εξαιρετική του στόφα με μία ισορροπημένη, ψύχραιμη, σπαραχτική ερμηνεία στο ρόλο του εσωστρεφούς Μπερντ. Φοράει βολικά τη στολή του φιλόδοξου, εμμονικού επιστήμονα. Κι αφήνει τα μάτια του, πληγωμένα, μαγεμένα, υγρά, να λένε την ιστορία ενός πάντα καλόκαρδου πατέρα. Ενός «για πάντα» ερωτευμένου με τη γυναίκα του συζύγου.
Εκείνη όμως που δίνει ερμηνεία ζωής είναι η Μισέλ Γουίλιαμς (αν χάσει το Όσκαρ ερμηνείας εδώ θα είναι σκάνδαλο). Ως καλλιτέχνης, φυσικά και γνωρίζει πώς θα παίξει την δαιμονισμένη ενέργεια, την νεραϊδοπαρμένη αύρα, την παλλόμενη φλέβα της τέχνης που κάνει την καρδιά της Μιτζ να χτυπά. Είναι συγκλονιστικό όμως, πώς αφήνει την ηρωίδα της ελεύθερη να εκφραστεί, πώς πλησιάζει την τρέλα της - με άτσαλη υπερβολή και υπνωτική γοητεία. Ετσι όπως πετάνε τα πουλιά, αν τους ανοίξεις την πόρτα του κλουβιού τους. Με ορμή και αδεξιότητα. Δεν ξέρουν, αλλά θα πετάξουν. Αυτή είναι η φύση τους - να μην ανήκουν σε κανέναν. Ομως οι κοινωνικές συμβάσεις τα έκαναν οικόσιτα. Κι η Γουίλιαμς ενσαρκώνει το ανεξάρτητο πνεύμα που εγκλωβίζεται στο σχήμα της νοικοκυράς σαν φυλακισμένο εξωτικό πουλί - με θλίψη, μυστήριο, παρόρμηση, και έναν άκρατο, εύθραυστο δυναμισμό.
«Φέιμπελμαν, η ζωή δεν είναι ταινία» ξεστομίζει ένας συμμαθητής του στον 18χρονο Σάμι. Κι εκείνος χαμογελά, γιατί κάτι ξέρει καλύτερα. Μπορεί να δει 60 χρόνια στο μέλλον, όπου θα κάνει αυτό ακριβώς: τη ζωή του Αρντολντ, της Λία και του Στίβι Σπίλμπεργκ, ταινία.
Μία ταινία αγάπης για όσους κι όσα τον έπλασαν. Και, φυσικά, ένα παθιασμένο ερωτικό γράμμα στο ίδιο το σινεμά. Που ευτυχώς του έσωσε τη ζωή. Κι εκείνος με τη σειρά του έσωσε τις δικές μας.