Ο Χαγιάο Μιγιαζάκι είχε δηλώσει παλιότερα, «δεν θέλω να φτιάχνω ταινίες όπου θα λέω στα παιδιά, όταν απελπίζεστε να τρέχετε μακριά.»
Και η αλήθεια είναι πως, όσοι έχουν δει έστω και μια ταινία του Studio Ghibli, καταλαβαίνουν αμέσως το νόημα πίσω από τα λόγια αυτά του ενός από τους ιδρυτές του μεγαλύτερου στούντιο animation της Ιαπωνίας κι ενός από τους σπουδαιότερους animator όλων των εποχών.
Κυρίως όμως καταλαβαίνουν γιατί οι ταινίες του στούντιο Ghibli δεν είναι απλές ταινίες κινουμένων σχεδίων, αλλά μια ανθρωπιστική επανάσταση από μόνες τους. Μέσα από αιώνες παράδοσης, μυθολογίας και αφήγησης αρχέγονων αναφορών, στους φανταστικούς τους κόσμους δεν κατοικούν μόνο ήρωες που θυμίζουν σε όλους κάτι από τον εαυτό τους, ούτε μόνο ηχηρά μηνύματα για το περιβάλλον, τη φιλία, την αλληλεγγύη και την ειρήνη, αλλά και η ουσία του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Και με τη νέα του ταινία, «Το Αγόρι και ο Ερωδιός», ο Μιγιαζάκι επιστρέφει (για άλλη μια φορά) από τη συνταξιοδότησή του, όταν ο κόσμος φαίνεται πως τον χρειάζεται όσο ποτέ, για να εκπληρώσει γι' άλλη μια φορά αυτή την υπόσχεση που έδωσε στο κοινό του, δημιουργώντας ένα απαράμιλλο αριστούργημα με μια από τις πιο λυρικές ταινίες του ως σήμερα.
Στην Ιαπωνία της εποχής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένα νεαρό αγόρι που ονομάζεται Μάχιτο μετακομίζει στην ύπαιθρο αφού η μητέρα του πεθαίνει και ο πατέρας του παντρεύεται την αδελφή της εκλιπούσας γυναίκας του, Νατσούκο. Ξαφνικά, ένας γκρίζος ερωδιός αρχίζει να παρενοχλεί τον Μάχιτο, μιλώντας τελικά με ανθρώπινη φωνή και λέγοντάς του ότι η μητέρα του ζει. Ο Μάχιτο ακολουθεί το πουλί σε έναν παράξενο πύργο που χτίστηκε από τον προ-θείο του και μπαίνει σε έναν άλλο κόσμο όπου αναζητά τη βιολογική του μητέρα και προσπαθεί να σώσει τη θετή του μητέρα αντιμετωπίζοντας φανταστικές προκλήσεις.
Μια από τις κεντρικές θεματικές των ταινιών του Μιγιαζάκι είναι το πώς οι χαρακτήρες του ξεφεύγουν από τη σκληρή πραγματικότητα μέσα από τη φαντασία για να αντιμετωπίσουν, ως το τέλος, το τραύμα και τις δυσκολίες τους. Κι εδώ η ταινία ξεκινά τοποθετώντας μας κατευθείαν στη μέση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τον Μιγιαζάκι να ζωγραφίζει τις πρώτες σκηνές ενός κατεστραμμένου από τις επιθέσεις Τόκιο με δυνατές ιμπρεσιονιστικές πινελιές, δίνοντάς του μια πιο απόκοσμη αισθητική. Μια πραγματική μαεστρία στο animation.
Στις ταινίες του Μιγιαζάκι η εικόνα έχει, σχεδόν πάντα, τον πρώτο λόγο. Πάντα οι ταινίες του έδειχναν πανέμορφες, με τους χαρακτήρες να κινούνται αργά και αθόρυβα, χρησιμοποιώντας εξαίσια την έννοια του κενού χώρου. Μέσα από το δέος σου προκαλούσαν μια οικειότητα και μια αίσθηση ανείπωτου λυρισμού – μια τεχνική που ο Μιγιαζάκι εδώ φαίνεται πως έχει τελειοποιήσει.
Είναι το πώς βλέπει ο ίδιος ίσως και τον κόσμο σήμερα, δίνοντας ταυτόχρονα και στο κοινό του μια ματιά στη σκληρότητα αυτού του κόσμου, πριν ξεκινήσει σταδιακά να το μεταφέρει στο φανταστικό του κόσμο. Και για την πρώτη ώρα αυτό γίνεται με πιο χαλαρούς ρυθμούς, αν και με κάποιες στιγμές έκρηξης οι οποίες δίνουν στους χαρακτήρες του μια πιο ρεαλιστική ανθρώπινη υπόσταση, όταν εκείνοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα, καθώς αρχίζει να γεμίζει το κάδρο του με μαγευτικές εικόνες και όμορφα και πιο ζεστά παστέλ χρώματα.
Αλλά στο δεύτερο μέρος είναι που ο Μιγιαζάκι αφήνει τη φαντασία του, για άλλη μια φορά, να ταξιδέψει χωρίς όρια σε ένα γεμάτο συναισθηματικό ταξίδι μέσα από έναν αρχαίο μαγικό κόσμο τον οποίο χτίζει πάνω στα θεμέλια της ιαπωνικής μυθολογίας, με την οποία ανέκαθεν ο ίδιος φαίνεται να είχε μια ιδιαίτερη σχέση. Παράλληλα μοιάζει και με ένα ταξίδι μέσα από ολόκληρη την καριέρα του ίδιου του Μιγιαζάκι, μέσα από αμέτρητες αναφορές σε παλιότερες ταινίες του, σαν να αποτίνει έναν δικό του φόρο τιμής σε όλα αυτά τα χρόνια δουλειάς του στο στούντιο Ghibli.
Η ταινία βασίζεται εν μέρει στο μυθιστόρημα του Γκενζαμπούρο Γιοσίνο, «How Do You Live?», του 1937, ένα από τα πιο αγαπημένα βιβλία του Μιγιαζάκι (ένα βιβλίο μάλιστα το οποίο βρίσκει και ο ήρωας της ταινίας του κάποια στιγμή και διαβάζει ένα απόσπασμα από αυτό). Και ακριβώς όπως στο μυθιστόρημα του Γιοσίνα, αυτοί οι μύθοι αντιπροσωπεύουν μια περασμένη εποχή - μια ιδέα που φαίνεται σημαντική, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο το μαγικό αυτό σύμπαν φαίνεται πως γερνάει, καταρρέει και φθείρεται – μια ιδέα ίσως για το πώς ο ίδιος ο Μιγιαζάκι στοχάζεται τη δική του θνητότητα, την κληρονομιά του, αλλά και τι περιμένει αυτούς που θα τον ακολουθήσουν.
Ταυτόχρονα είναι και μια ιστορία άμεσα συνδεδεμένη με τη θλίψη και την απώλεια, μια βαριά συναισθηματικά, αλλά και αρκετά προσωπική, ιστορία η οποία φαίνεται πως αντιπροσωπεύει τέλεια τον ψυχισμό αλλά και την πορεία του Μιγιαζάκι για το πώς ο ίδιος βλέπει και αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Εναν κόσμο που χειροτερεύει καθημερινά και σε κάνει να θυμώνεις με τα πάντα, όταν πρέπει να έρθεις αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Και μόνο τότε, ρωτώντας τον εαυτό σου πώς θες να ζήσεις τη ζωή σου, θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος και θα κάνεις και τον κόσμο καλύτερο γύρω σου.
Ναι, ο Μιγιάζακι επέστρεψε με μια πραγματικά σπουδαία ταινία, «Το Αγόρι και τον Ερωδιό», όταν τον χρειαζόμασταν περισσότερο, όχι για να μας πει για άλλη μια φορά τα αυτονόητα, αλλά, κυρίως, για να μας κάνει να θυμηθούμε πως η μαγεία ήταν και θα είναι πάντα γύρω μας. Αρκεί να ξέρεις πού να κοιτάξεις.
Με αφορμή την έξοδο της ταινίας, η Feelgood Entertainment οργανώνει θεματικές συζητήσεις γύρω από το σύμπαν του Χαγιάο Μιγιαζάκι.
Η αρχή θα γίνει την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ (Σταδίου 28-είσοδος από στοά Κοραή, ΜΕΤΡΟ Πανεπιστήμιο) στις 19.00, μετά το τέλος της προβολής των 17.00, με τον βραβευμένο από διεθνώς αναγνωρισμένα φεστιβάλ για το film του «Heatwave» σκηνοθέτη και animator Φωκίωνα Ξένο και τον Πάνο Γκένα, κριτικό κινηματογράφου, αρχισυντάκτη του ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr και υπεύθυνο προγράμματος ελληνικών ταινιών μικρού μήκους του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.
Την Τρίτη 6 Φεβρουαρίου στις 21.50, στον κινηματογράφο ΔΑΝΑΟΣ (Λ. Κηφισίας 109, Αμπελόκηποι), μετά το τέλος της προβολής των 19.45, σε συνεργασία με το Comicdom CON Athens 2024, σχετική θεματική συζήτηση θα διεξαχθεί με τη συμμετοχή των Μυρτώ Τσελέντη, θεωρητικού των manga και project manager στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Αλέκου Παπαδάτου, animator, συγγραφέα comics και εικονογράφου και τον Δημήτρη Σαββαΐδη, δημιουργό και παραγωγό animation.