Σε μια εποχή όπου το σινεμά του τρόμου συχνά εξαντλείται σε εύκολες φόρμουλες, jump scares και ανακυκλούμενα concepts, οι «Αμαρτωλοί» του Ράιαν Κούγκλερ έρχονται να θυμίσουν πως το φάντασμα του παρελθόντος δεν ησυχάζει εύκολα. Μια ταινία τρόμου που δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα το πραγματικό Τέρας: τον ιστορικό ρατσισμό, την αποικιοκρατία του σώματος και του ήχου, τη διαιώνιση της βίας μέσα από θεσμούς που μοιάζουν αθώοι. Στην νέα αυτή ταινία του Κούγκλερ, η φρίκη δεν προκύπτει από το υπερφυσικό – αλλά από τη μνήμη. Κι όταν η μνήμη τραγουδάει μπλουζ, τότε ξέρεις πως αυτό που ακολουθεί δεν είναι απλώς μια ταινία. Είναι τελετουργία.
Στημένος πάνω σε ένα αλληγορικό αφήγημα με ξεκάθαρες πολιτικές απολήξεις και εμμονή στη ρίζα του αμερικανικού τραύματος, ο Κούγκλερ παραδίδει ένα φιλμ βαθιά εμποτισμένο με την ιστορική μνήμη και την πολιτισμική ηχώ του Μισισιπή του Μεσοπολέμου.
Δεκαετία του 1930, αμερικανικός νότος. Προσπαθώντας να αφήσουν πίσω το ταραγμένο παρελθόν τους, δύο δίδυμα αδέρφια επιστρέφουν στη γενέτειρά τους, ώστε να κάνουν μια νέα αρχή, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν πως ένα ακόμη μεγαλύτερο κακό τούς περιμένει εκεί.
Ο Κούγκλερ είναι σκηνοθέτης που θυμάται – και μας υποχρεώνει να θυμηθούμε. Χτίζει τον κόσμο του με δομικά υλικά από παλαιότερες μορφές του αμερικανικού σινεμά – στοιχεία southern gothic, κοινωνικού ρεαλισμού, blaxploitation – αλλά τα φιλτράρει μέσα από τη δική του πολιτική και συναισθηματική ματιά. Είναι σαν να παίρνει τα φαντάσματα του παρελθόντος και να τους δίνει ξανά φωνή. Και κυρίως, να τους χαρίζει μια σκηνή όπου μπορούν επιτέλους να μιλήσουν, όχι ως θύματα, αλλά ως πρωταγωνιστές.
Εδώ κάθε του επιλογή – από το κάδρο μέχρι τον ρυθμό μοντάζ, από τη θέση του σώματος στον χώρο έως τη χρήση της σιωπής – αποπνέει συνείδηση. Κι ο τρόμος δεν προκύπτει από την κίνηση, αλλά από την αναμονή. Ο Κούγκλερ, με μαεστρία σχεδόν χορογραφική, τοποθετεί τους ήρωές του μέσα σε σκηνικά που μοιάζουν να έχουν ψυχή: οι τοίχοι στάζουν ιδρώτα ιστορίας, τα χωράφια ανασαίνουν ακόμα τους νόμους του Τζιμ Κρόου. Ο Κούγκλερ δεν υποκρίνεται ούτε εξευγενίζει. Το φίλτρο της ταινίας του είναι μαύρο, πνιγηρό, βαλτώδες. Το κακό δεν έχει μεταφυσική προέλευση – είναι κοινωνικά κατασκευασμένο, θεσμικά εγγεγραμμένο και βαθιά ριζωμένο.
Δεν στήνει απλώς μια ιστορία τρόμου με βαμπίρ – στήνει ένα πολιτισμικό ξόρκι απέναντι στη λήθη. Επιλέγει σκόπιμα να τοποθετήσει τη δράση του στο Κλαρκσντέιλ του Μισισιπή, πόλη-κλειδί για τη γέννηση του μπλουζ, εκεί όπου ο Ρόμπερτ Τζόνσον – η φιγούρα-φάντασμα της αφροαμερικανικής μουσικής – φημολογείται ότι πούλησε την ψυχή του στον διάβολο. Κι ακριβώς σε αυτό το φαντασιακό, ανάμεσα στον ρεαλισμό της Ιστορίας και τη μεταφυσική του τραύματος, πατά η ταινία.
Η μουσική, κυρίως τα μπλουζ του Δέλτα, δεν λειτουργεί απλώς ως soundtrack. Είναι σχεδόν θρησκευτική πράξη, ένας τρόπος να μεταδοθεί ο πόνος, η αντίσταση και η επιθυμία. Ο Λούντβιχ Γιόρανσον δεν επινοεί καινούργιους ήχους – αντλεί και χτίζει με παλιά όργανα, με ατελή μικρόφωνα, με ήχους που τρίβονται σαν παλιά βινύλια. Οι φράσεις των Τζόνσον και Σον Χάουζ διαπερνούν τη δράση σαν ξόρκια. Και κάθε φορά που μια μελωδία ακούγεται μέσα στο juke joint των δίδυμων αδερφών, νιώθεις πως κάτι ιερό συμβαίνει. Η μουσική, εδώ, δεν απαλύνει τον φόβο – τον ανασυνθέτει σε γνώση. Είναι καταφύγιο, εκκλησία, κοινοβούλιο. Είναι ο μοναδικός χώρος όπου οι χαρακτήρες μπορούν να πουν τη δική τους ιστορία – με τις νότες, τις λέξεις και τις κραυγές τους. Εκεί γεννιέται ξανά η κοινότητα. Εκεί επιβιώνει η μνήμη.
Και στο επίκεντρο όλων αυτών ένας πραγματικά εξαιρετικός Μάικλ Μπ. Τζόρνταν σε διπλό ρόλο. Το γεγονός ότι υποδύεται και τους δύο βασικούς χαρακτήρες – τα αδέρφια Στακ και Σμόουκ – δεν είναι απλώς ένα ερμηνευτικό κόλπο ή τεχνικό κατόρθωμα. Είναι η συναισθηματική ραχοκοκαλιά της ταινίας. Ο Στακ, πιο εξωστρεφής, πιο φιλόδοξος, θέλει να επιστρέψει στο Μισισιπή και να φτιάξει κάτι χειροπιαστό. Είναι εκείνος που πιστεύει ακόμη στην κοινότητα, στην ανασυγκρότηση, στην ελπίδα. Ο Σμόουκ, πιο εσωτερικός, κουβαλά μέσα του την απώλεια, την πικρία, τον φόβο. Φαντάζει σχεδόν στοιχειωμένος – σαν να ανήκει ήδη σ’ έναν άλλο κόσμο. Ο Τζόρνταν αποδίδει τις δύο αυτές προσωπικότητες με εκπληκτική ακρίβεια, χωρίς καμία ανάγκη για υπερβολές ή εξωτερικά τρικ. Οι κινήσεις του σώματος, ο τρόπος που στέκεται, ακόμα και η αναπνοή του, λειτουργούν ως εκείνα τα στοιχεία που διαφοροποιούν τα αδέρφια. Αλλά είναι στο βλέμμα όπου αυτή η διαφορά κορυφώνεται: ο Στακ κοιτά το μέλλον, ο Σμόουκ το παρελθόν. Η επιλογή του Κούγκλερ να χρησιμοποιήσει έναν ηθοποιό για δύο ρόλους λειτουργεί και ως σχόλιο πάνω στον διχασμό που επιβάλλει η αμερικανική κοινωνία στους Μαύρους άνδρες.
Οι «Αμαρτωλοί» δεν σου ζητούν να τρομάξεις – σου ζητούν να θυμηθείς. Να αφουγκραστείς τις φωνές που θάφτηκαν κάτω από τη λάσπη της Ιστορίας, να αναγνωρίσεις τις μορφές τους πίσω από κάθε σκοτεινό βλέμμα, κάθε σπασμένη συγχορδία, κάθε χτύπο τύμπανου στο βάθος του Μισισιπή. Ο Κούγκλερ ύφανε μια ιστορία πάνω στο σώμα της Αμερικής, με τις πληγές της για ραφές και τη μουσική της για βελονιά. Και στο τέλος αυτό που μένει δεν είναι μόνο ο τρόμος, αλλά η επίγνωση πως κάποιοι δεν είχαν ποτέ την πολυτέλεια να μη φοβούνται.