Ο Σουλεϋμάν κινείται συνέχεια. Σταματάει μόνο για να πάρει μερικές ανάσες, να βρει λύση σε κάτι που ανατρέπει τη διαδικασία της συνεχούς κίνησης. Και συνεχίζει να κινείται. Με το ποδήλατο, με τα πόδια, τα μάτια του που σκανάρουν ολόκληρο το Παρίσι, αλλά δεν σταματούν ποτέ να για να κοιτάξουν την πόλη. Ο Σουλεϋμάν δεν προλαβαίνει να σταθεί, να κοιτάξει, να σταματήσει. Πρέπει να κινείται, να παραδίδει τα πακέτα που κουβαλάει. Και πρέπει να τρέχει για να προλάβει: τον επόμενο παραλήπτη, το νυχτερινό λεωφορείο που τον πηγαίνει στους κοιτώνες των αστέγων, τον χρόνο που μετρά αντίστροφα μέχρι την ημέρα της εξέτασής του για την αίτηση ασύλου.

Στις καθημερινές του διαδρομές συναντά ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων μόνων, ιστορίες διαμερισμάτων που αφηγούνται την αλλοτινή τους αίγλη, ιστορίες στο περιθώριο της νομιμότητας, ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν κανέναν και δεν θα ενδιαφέρουν ποτέ κανέναν, ιστορίες που ξεκινούν και τελειώνουν πίσω από κλειστές πόρτες, σπιτιών, λεωφορείων, χωρών.

Διαβάστε ακόμη: Από «Το Παρίσι του Σουλεϋμάν» ως την ανάγκη για ένα πολιτικό σινεμά: O Μπορίς Λοζκίν μιλά στο Flix

Καμία όμως δεν είναι σαν τη δική του ιστορία. Την αληθινή, αυτή που τον έφερε στο Παρίσι. Και την άλλη, την ψεύτικη, που πρέπει να μάθει απ' έξω αν θέλει να γίνει δεκτή η αίτησή του για άσυλο. Την πρώτη δεν θα τη μάθουμε μάλλον ποτέ, γιατί δεν είναι από αυτές που κάνουν τη γραφειοκρατία να συγκινείται. Τη δεύτερη την ξέρουν όλοι όσοι αιτούνται ασύλου - είναι επιβεβαιωμένο πως λειτουργεί, ειδικά αν συνοδεύεται και από ένα σεβαστό χρηματικό ποσό στον μεσάζοντα που θα ετοιμάσει τα σωστά χαρτιά.

Οσο κινείται, ο Σουλεϋμάν προβάρει τα λόγια του. Σαν να είναι ηθοποιός σε μια παράσταση που ανεβαίνει σε μόλις δύο ημέρες. Αν αποτύχει, ρισκάρει πολλά περισσότερα από το να χάσει το χειροκρότημα. Θα χάσει τη μοναδική ευκαιρία να διανοηθεί ένα άλλο μέλλον. Δεν σταματά. Συνεχίζει, τρέχει, μιλάει μόνος του. Και αφηγείται την ιστορία του. Μια τρίτη ιστορία, διαφορετική από την αληθινή και από αυτήν που πρέπει να μάθει. Την ιστορία που βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας για 93 λεπτά.

Τόσο διαρκεί η «Ιστορία του Σουλεϋμάν» - όπως είναι η πιστή απόδοση του γαλλικού τίτλου, μια ταινία από αυτές που πιστεύεις ότι έχεις ξαναδεί τις τελευταίες δεκαετίες, στο ευρωπαϊκό σινεμά, για πρόσφυγες και μετανάστες που προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια μεγάλη μητρόπολη. Ταινίες που βασίζονται όχι, φυσικά, σε μια αλλά πολλές ιστορίες και η αλήθεια τους παραμένει πιο συγκλονιστική από κάθε μυθοπλασία, πολλές φορές με το ρίσκο να προδοθούν από τους μηχανισμούς του κινηματογράφου και να θεωρηθούν υπερβολικές ή μπανάλ ή, το χειρότερο, και τα δύο ταυτόχρονα.

Αν καταφέρνει κάτι ο Μπορίς Λοζκίν είναι ότι η ταινία του κινείται σχεδόν πιο πολύ κι από τον ήρωά του. Τον ακολουθεί σε μια φρενήρη διαδρομή που, με την πρόφαση της αντίστροφης μέτρησης, καταφέρνει να είναι μαζί και θρίλερ και ντοκιμαντέρ, και το κυριότερο: περισσότερο μια ταινία - ανάγκη για να ειπωθεί σωστά μια ιστορία, παρά ένα roller-coaster επιβίωσης όπως φαινομενικά μοιάζει. Για όση ώρα, στο πρώτο μέρος, νιώθεις πως η καθημερινότητα του Σουλεϋμάν (σε) οδηγεί σε μια αναπόφευκτη κοινοτοπία, τόσο η διαδρομή προς το δεύτερο μέρος ξεκαθαρίζει τα λιτά και λειτουργικά μέσα με τα οποία ο Λοζκίν διαχωρίζει τη θέση του από παρόμοιες απόπειρες.

Η ιστορία του Σουλεϋμάν είναι γνωστή. Κι όμως είναι σαν την ακούς και την βλέπεις για πρώτη φορά. Σαν να μην έχεις δει ποτέ ερασιτέχνη ηθοποιό να συγκινεί όσο ο Αμπού Σανγκαρέ από τη Γουινέα. Σαν να μην έχεις δει ποτέ το Παρίσι των διαδρομών του Σουλεϋμάν, εδώ πιο όμορφο από ποτέ - σε μια αισθητική επιλογή που αναδεικνύει ακόμη περισσότερο την αντί-τουριστική αντίφαση της ταινίας. Σαν να μην έχεις θαυμάσει γύρισμα και μοντάζ που τιμά το σινεμά των αδελφών Νταρντέν σε ένταση, αγωνία και ουμανισμό. Σαν να μην έχεις εξάρει και στο παρελθόν τη σημασία μικρών ταινιών που με την απλότητά τους καταφέρνουν να μοιάζουν σχεδόν επικές. Σαν να μην το γνωρίζεις πως δίπλα σου, καθημερινά, ντελιβεράδες, πρόσφυγες και μετανάστες προβάρουν τα λόγια τους για να μπορέσουν να αφηγηθούν τις ιστορίες τους.

Σαν να μην έχεις φτάσει στο ακίνητο φινάλε μιας ταινίας εξουθενωμένος από την ταχύτητά της, συγκινημένος από την απλότητά της, αφυπνισμένος από την πολιτική της θέση και κυρίως την κοινωνική της ματιά, με κάποιον τρόπο άδειος από λέξεις, αλλά γεμάτος από την ανακουφιστική αίσθηση πως μερικές ανθρώπινες ιστορίες οφείλουμε να τις αφηγούμαστε ξανά και ξανά, μέχρι να πάψουν κάποια στιγμή να μοιάζουν σαν είναι η πρώτη φορά.