«And if I only could, I’d make a deal with God, and I’d get him to swap our places…»
Αυτό θα μπορούσε να είναι το σύνθημα του «Thunderbolts*». Ενα τραγούδι που δεν ακούγεται ποτέ στην ταινία. Κι όμως τη διαπερνά. Ολοι οι χαρακτήρες ανεβαίνουν τον δικό τους λόφο. Κανείς δεν το κάνει με σιγουριά. Ολοι λαχανιασμένοι, σκονισμένοι, με το γόνατο να τρέμει. Η ευχή της Κέιτ Μπους, να μπορούσαμε να αλλάξουμε θέσεις, να νιώσουμε ο ένας τον άλλον, να γλυτώσουμε από τις συνέπειες, είναι το υπόγειο μοτίβο κάθε σκηνής, κάθε βλέμματος.
Μέσα σε αυτόν τον υπερκορεσμένο μικρόκοσμο του MCU, όπου το εντυπωσιακό είναι πια ρουτίνα και η «σωτηρία του κόσμου» έχει σχεδόν ξεχαστεί ως έννοια, το «Thunderbolts*» μοιάζει σαν παράταιρη χειρονομία. Οχι γιατί είναι τέλεια, κάθε άλλο. Αλλά γιατί είναι βαριά. Πιο βαριά κι από την ασπίδα του Captain America που κανείς εδώ δεν αξίζει πια να κρατήσει. Σε σκηνοθεσία του Τζέικ Σράιερ, η ταινία δεν επιχειρεί να σώσει τον κόσμο. Προσπαθεί να σώσει τους χαρακτήρες της από τον εαυτό τους. Και δεν τα καταφέρνει πάντα. Αλλά το βλέμμα της προς τα μέσα, όχι προς τον ουρανό, είναι αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει. Γιατί εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ήρωες, αλλά με απομεινάρια. Σπασμένα κομμάτια που περιμένουν να ενωθούν σε κάτι καινούργιο ή να καταρρεύσουν τελείως.
Αλλά, there is THUNDER in their hearts...
Μια ομάδα ανεξάρτητων βετεράνων που είχαν ξεπουληθεί και βρεθεί στα κάτεργα, και μια δολοφόνος σε κατάθλιψη, αποτελούν τον στόχο μιας παγίδας θανάτου που στήνει η διευθύντρια της ΣΙΑ, και εξαναγκάζονται να αναλάβουν μια άκρως επικίνδυνη αποστολή. Για να τη φέρουν όμως εις πέρας, πρέπει να μάθουν πρώτα να λειτουργούν ως ομάδα και να αντιμετωπίσουν τα πιο σκοτεινά σημεία του παρελθόντος τους.
Ο Σράιερ (γνωστός από το ιδιόρρυθμο «Robot & Frank» και το τηλεοπτικό «Beef»), φτιάχνει έναν κόσμο όχι από CGI, αλλά από ματιές, σιωπές και συστολές. Η κάμερά του στέκεται σπάνια ηρωικά. Προτιμά να παραμονεύει, να καταγράφει τις ρωγμές: ο Μπάκι με την ακατάπαυστη ενοχή, η Γελένα με την κυνική ευφυΐα που φανερώνει πόσο έχει πονέσει, ο Red Guardian που παλεύει με την ιδέα πως ήταν πάντα το αστείο και ποτέ ο πρωταγωνιστής. Η χρωματική παλέτα είναι πιο μουντή από τα συνηθισμένα στο MCU — λιγότερο neon, περισσότερο μολυβί. Οχι γιατί λείπει η δράση (έχει και εκρήξεις και μάχες), αλλά γιατί η ταινία ενδιαφέρεται περισσότερο για το «γιατί» πίσω από κάθε χτύπημα.
Κανείς τους δεν είναι πραγματικά εντάξει. Κανείς δεν είναι «συμπαθής» με τον παραδοσιακό τρόπο. Και όμως, εκεί ακριβώς είναι το ενδιαφέρον: στο πώς αυτή η συναισθηματική αποδόμηση γίνεται αφήγηση. Η Γελένα είναι η ψυχή του φιλμ. Με το χιούμορ της ως άμυνα και τα μάτια της μονίμως σε επιφυλακή, η Φλόρενς Πιού παραδίδει μια ερμηνεία αβίαστη και συγκινητική, χωρίς ποτέ να εκβιάζει. Ο Μπάκι κινείται σαν φάντασμα της δικής του ιστορίας. Και ο Τζον Γουόκερ του Γουάϊατ Ράσελ δείχνει έναν άνθρωπο καταβεβλημένο, σχεδόν άδειο, που προσπαθεί να ξανακερδίσει την ταυτότητά του, ή απλώς να βρει ένα νόημα που να τον αντέχει.
Σε αντίθεση με τον καταιγισμό από laser, εκρήξεις και χορογραφημένα σάλτα άλλων ταινιών του MCU, το «Thunderbolts*» επιλέγει έναν πιο «βρώμικο», χειροποίητο ρυθμό. Οι μάχες είναι κοντινές, συχνά σώμα με σώμα, γεμάτες ένταση, ιδρώτα, και κυρίως βάρος. Η σκηνοθεσία του Σράιερ κρατά αποστάσεις· αποφεύγει τη φαντασμαγορία των drones και εστιάζει στη φυσική αίσθηση του σώματος. Η κάμερα ακολουθεί, όχι καθοδηγεί. Σε στιγμές αφήνει τη δράση να «λαχανιάσει», να διακοπεί από σιωπές ή βλέμματα — σαν να δηλώνει ότι τίποτα εδώ δεν είναι απλό, ούτε καν η βία.
Αν κάτι κάνει το «Thunderbolts*» ξεχωριστό είναι η ευθεία αντιπαράθεση με το ψυχικό κόστος της ζωής στο περιθώριο. Δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα την κατάθλιψη. Ούτε την ενοχή. Ούτε την αποτυχία. Αντιθέτως, μοιάζει φτιαγμένο από αυτά. Σαν κάθε ήρωας να έχει κολλήσει σε μια στιγμή από το παρελθόν του και να μην μπορεί να την ξεφορτωθεί. Το σενάριο – με απλές γραμμές και σπάνιες εξάρσεις – δίνει χώρο στο μη ειπωμένο, αφήνει τις παύσεις να πουν περισσότερα απ’ ό,τι οι φράσεις. Ακόμα και το χιούμορ είναι διαφορετικό. Οχι με τα εξυπνακίστικα punchline των προηγούμενων ταινιών της Marvel. Εδώ έχουμε πικρό χιούμορ, σχεδόν αυτοκαταστροφικό. Αστεία που λέγονται για να μην δακρύσεις (αν και θα συμβεί, πιστέψτε μας). Με αυτόν τον τρόπο η ταινία, με γενναιότητα σπάνια για υπερηρωικό σινεμά, αναγνωρίζει πως η κατάθλιψη δεν έχει πάντα ένα αίτιο. Οτι δεν διορθώνεται εύκολα. Και ότι οι άνθρωποι δεν ζητούν λύση, ζητούν συνύπαρξη.
Το «Thunderbolts*» (ας ανακαλύψετε μόνοι σας το τι είναι αυτός ο αστερίσκος στους τίτλους τέλους), δεν είναι η ταινία που θα σε σηκώσει από το κάθισμα με ενθουσιασμό. Είναι εκείνη που θα σε κρατήσει καθηλωμένο λίγο παραπάνω, ίσως σιωπηλό, ίσως με ένα βάρος στο στήθος που δεν ήξερες ότι έψαχνες σε μια ταινία της Marvel. Δεν προσφέρει κάθαρση, ούτε ηρωισμό με τον παραδοσιακό τρόπο, προσφέρει όμως μια σπάνια αίσθηση αναγνώρισης: πως ακόμη και οι πιο σπασμένοι άνθρωποι, εκείνοι που νιώθουν αποτυχημένοι, κουρασμένοι ή αόρατοι, μπορούν να βρουν ένα είδος δύναμης. Οχι στη μάχη, αλλά στην προσπάθεια να συνεχίσουν.
Και ίσως, ναι, ένα group hug θα τα κάνει όλα αυτά να δείχνουν λίγο καλύτερα...