Ενας αλαζονικός σταρ του βωβού σινεμά βλέπει την καριέρα του να καταποντίζεται με την έλευση του ήχου – μία τεχνολογική επανάσταση, την οποία εκείνος αρχικά σνόμπαρε. Ταυτόχρονα, μία κρυφά ερωτευμένη μαζί του ταλαντούχα στάρλετ, γίνεται πρωταγωνίστρια των «talkies», αλλά παρακολουθεί την πτώση του αγαπημένου της με ραγισμένη καρδιά. Στο σινεμά όμως η εικόνα και ο ήχος αποδείχτηκαν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Είναι θέμα χρόνου να το καταλάβουν και οι δύο, φαινομενικά αταίριαστοι, εραστές.
Πανέξυπνη ιδέα, προσεγμένη στην κάθε της λεπτομέρεια εκτέλεση. Ο Μισέλ Χαζαναβίσιους (ναι, ο Γάλλος σκηνοθέτης των μπουφόνικων σατιρικών «OSS 177») κατασκευάζει με μαεστρία μία αλληγορική κομεντί που βγάζει το ημίψηλο καπέλο της στην αθώα εποχή του βωβού κινηματογράφου, υπηρετώντας πιστά τις συνθήκες της αφήγησης μίας ταινίας χωρίς ήχο, χωρίς χρώμα, αλλά με εκκωφαντική τεχνικολόρ καρδιά.
Γυρισμένη στο Λος Αντζελες, η γαλλική παραγωγή, δεν μιλά γαλλικά, δεν μιλά αγγλικά. Δεν μιλά. Ο μόνος της ήχος είναι η υπέροχη μουσική του Λουντοβίκ Μπουρς και τα γέλια των διπλανών σου στην αίθουσα. Κι όμως πέρα από την ψυχαγωγική, feel good, γοητεία της, αυτή η σιωπηλή ταινία έχει να πει πολλά.
Καθόλου τυχαία μας επιστρέφει στο 1927, λίγο πριν το Μεγάλο Κραχ, την εποχή που ο κόσμος έβρισκε στις κινηματογραφικές αίθουσες καταφύγιο από την ανέχεια και απόδραση από την μιζέρια. Ο βωβός κινηματογράφος πρόσφερε έναν καταιγισμό από κλισέ μελοδράματα, εξωτικές περιπέτειες και σλάπστικ κωμωδίες, οι σταρ του είχαν φωτογενή τετράγωνα πηγούνια και εξωφρενική έκφραση, ενώ η ζωντανή μουσική της ορχήστρας υπέβαλε τον τόνο του τι έπρεπε να αισθανθείς στην κάθε σκηνή. Με την έλευση του ήχου, η βιομηχανία ανακάλυψε μία νέα προοπτική για ακόμα μεγαλύτερα θεάματα, το κοινό μαγεύτηκε γρήγορα από τη θαυμαστή τεχνολογία, αλλά... ένα κομμάτι μιας παλιομοδίτικης αθωότητας χάθηκε για πάντα.
Ο Χαζαναβίσιους δεν μιλάει για το παρελθόν, αλλά για το παρόν. Η Ιστορία, έχοντας κάνει τους ειρωνικούς της κύκλους, μας έφτασε στο σήμερα όπου ένα παγκόσμιο οικονομικό Κραχ γονατίζει ξανά την ανθρωπότητα και ο κόσμος έχει την ανάγκη αντιπερισπασμών. Και η κινηματογραφική βιομηχανία ανταποκρίνεται: μας προσφέρει blockbuster υπερθεάματα που τα παρακολουθείς σε αίθουσες όπου ο ήχος εκρήγνυται μέσα από dolby surround ηχεία και η εικόνα προσφέρεται σε ριζοσπαστικό 3D. Οσο όμως νιώθουμε την ανάγκη να παρακολουθούμε σινεμά για τον εντυπωσιασμό του, για το επικό μέγεθος, τα εφέ, την αδρεναλίνη που μουδιάζει κάθε άλλη αίσθηση... μήπως χάνουμε ένα ακόμα κομμάτι της παραδοσιακής του επικοινωνίας; Ή κάθε τεχνολογική εξέλιξη είναι μόνο θετική και δεν πρέπει να την αντιμετωπίζουμε ως εστέτ κακομαθημένα παιδιά – όπως ο ήρωας του «The Artist»;
Παρόλο που ο Χαζαναβίσιους δεν παίρνει παρά θετική θέση στον διάλογο υπέρ της εξέλιξης, είναι αστείο που επιλέγει να σωπάσει για να μας επιβάλει να ακούσουμε τα επιχειρήματά του. Πάει πίσω, για να πάμε μπροστά. Αφαιρεί το χρώμα, βουτά στη νοσταλγία του Old Hollywood, και δανείζεται αναφορές, οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στο βωβό κινηματογράφο. Σκηνές θυμίζουν έντονα το στήσιμο των πλάνων του «Πολίτη Κέιν», τον αφηγηματικό άξονα του «Τραγουδώντας στη Βροχή», τη δυσοίωνη μουχλιασμένη θλίψη μιας πάλαι ποτέ δόξας που κουβαλούσε η «Λεωφόρος της Δύσης». Ο ίδιος ο ήρωας μοιάζει με υβρίδιο ανάμεσα στο Ροδόλφο Βαλεντίνο, τον Ντάγκλας Φέρμπανκς και τον Τζιν Κέλι. Κι όμως, η μεγάλη έκπληξη είναι ότι ο επάξια βραβευμένος στις Κάννες Ζαν Ντιζαρντέν, παίζει με κάθε σχήμα και κλισέ, αλλά κάνει τελικά το ρόλο δικό του. Κι αυτό είναι και το μυστικό της επιτυχίας, όχι μόνο της ερμηνείας του, αλλά της ίδιας της ταινίας.
Η φόρμα μπορεί να είναι δανεική από το παρελθόν, αλλά η ουσία της είναι παλλόμενη, φρέσκια, επιτακτική. Η εφευρετικότητα στη σκηνοθεσία, το δαιμονισμένο χιούμορ του σεναρίου, η ενέργεια της εικόνας, η γοητεία της ιστορίας όλα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του σύγχρονου σινεμά. Ενός σινεμά που απαιτούμε να έχει κάτι να μας πει. Ακόμα κι αν δεν το κάνει με λέξεις.