Το πρώτο διασκεδαστικό στοιχείο του «Angry Birds» είναι το λογότυπο της Rovio στη μεγάλη οθόνη, μετά τις τόσες φορές που το έχεις δει στην οθόνη του κινητού σου. Το παιχνίδι γίνεται ταινία, δίνοντας (σχηματικούς) χαρακτήρες στα πουλάκια, χωρίς ν' αναπαράγει τη μορφή του ηλεκτρονικού πρωτότυπου παρά σε μία μόνο σεκάνς του, μιμούμενη όμως το συνεχόμενο, αμείωτο νεύρο του.
Ο Ρεντ με τα χοντρά φρύδια και τους άγαρμπους τρόπους ζει σ' ένα νησί όπου μένουν μόνο πουλιά. Μετά από μια σειρά καταστροφών που οφείλονται στην αστείρευτη οργή του, η κοινότητα αναγκάζει τον Ρεντ να συμμετάσχει σε group therapy διαχείρισης θυμού, μαζί με τον Τσακ και τον Μπομπ (όπως μπόμπα, αφού σκάει!) και τον σιωπηλό Τέρενς που είναι ένα τέρας και που μόνο γρυλίζει (με το βρυχηθμό του Σον Πεν στο πρωτότυπο). Οταν στο νησί κάνουν απόβαση μυστηριώδη πράσινα γουρούνια με ύποπτες προθέσεις, ο Ρεντ θα βρει την ευκαιρία ν' αποδείξει στους υπόλοιπους ότι λίγη επιθετικότητα δε βλάπτει.
Το «Angry Birds» δεν έχει σενάριο. Δίνει κάποια στοιχεία για το τι οδήγησε στην ψυχοσύνθεση του Ρεντ, ορφανού και μόνου από μόλις βγήκε απ' τ' αυγό, αλλά κατά βάση είναι ένα κολάζ από μικρά περιστατικά, ασύνδετα και σχετικά αδιάφορα. Είναι ένα φιλμ που αποθεώνει την υστερία: αν υπήρχε genre παιδικής βίας, το «Angry Birds» θα ήταν πρώτο στη λίστα.
Ολα κινούνται εκρηκτικά, με πολύ θόρυβο, με αδιάκοπη μουσική (ενίοτε και το θέμα του παιχνιδιού), με φάπες, βρισίδια, καταστροφές, γκάφες, βρώμικα (αλλά όχι πολύ αστεία) αστεία, με μια ένταση που κρατιέται διαρκώς στο κόκκινο χρώμα του Ρεντ.»
Αν για έναν ενήλικα η ταινία αποβεί εξαντλητική, για έναν μικρό θεατή θα γίνει αφορμή εκτόνωσης, τα παιδάκια θα κάτσουν μάλλον ήσυχα στο σινεμά, παρασυρμένα από τη δίνη της φωναχτής, αστραπιαίας, πολύχρωμης δράσης. Αν τα παιδιά έχουν περίσσευμα ενέργειας, η ταινία το έχει χρησιμοποιήσει όλο. Κι αυτό το χαστούκι υπερκινητικότητας εμπεριέχει ένα διασκεδαστικό ξάφνιασμα. Το κακό είναι ότι εδώ δεν μπορείς να κάνεις pause σε μια πίστα για να συνεχίσεις μετά.