Ο Πίτερ Πάρκερ είναι πιο πολυάσχολος από ποτέ. Μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην καταπάτηση του εγκλήματος και την αγαπημένη του Γκουεν, ενώ δεν βλέπει την ώρα να αποφοιτήσει από το σχολείο. Φυσικά, δεν βγάζει ποτέ από το μυαλό του την υπόσχεση που έδωσε στον πατέρα της Γκουεν να μείνει μακριά της προκειμένου να την προστατέψει, κυρίως γιατί δεν την τήρησε.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η δεύτερη ταινία στο reboot του Spider-Man που ξεκίνησε ο Μαρκ Γουέμπ δίνοντας στον άνθρωπο αράχνη την ιδιότητα του «amazing» ήδη από τον τίτλο, δεν είναι θεαματική, ή χορταστική. Ελάχιστοι θα αρνηθούν επίσης ότι οι καλύτερες, πιο ηλεκτρισμένες κι ενδιαφέρουσες σκηνές της ταινίας, είναι αυτές που αφορούν την σχέση του Πίτερ Πάρκερ και της Γκουέν Στέισι, τον πιθανό χωρισμό τους και την απόφασή της να μετακομίσει στο Λονδίνο για σπουδές. Αν αναλογιστείτε ότι ο βασικός κακός σε αυτή την ταινία είναι ένας (κυριολεκτικά) ηλεκτρισμένος τύπος, τότε πιθανότατα το γεγονός ότι οι σπίθες βγαίνουν κυρίως στις ρομαντικές σκηνές, αποτελεί κάποιου είδους πρόβλημα.

Αν αναζητήσετε την πηγή αυτού του «προβλήματος», πιθανότατα θα την βρείτε στην αμηχανία του Γουέμπ αλλά κι ολόκληρου του στούντιο μπροστά σε κάτι που είναι λιγότερο μια ακόμη ταινία και πολύ περισσότερο μια τεράστια επένδυση. Μια επένδυση που πρέπει να αποφέρει όσο το δυνατόν περισσότερα για να συνεχίσει να υπάρχει. Και για να το καταφέρει, οφείλει να αρέσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους.

Αυτό είναι ένα «πρόβλημα» που προφανώς αφορά όλα τα μποκμπάστερ θα πείτε, και φυσικά θα έχετε δίκιο, όμως στην περίπτωση του «The Amazing Spider-Man 2», μοιάζει ακόμη πιο εμφανές κυρίως γιατί μπορείς εύκολα να δεις το πόσο καλύτερη ταινία θα μπορούσε να είναι κι όχι μόνο κοιτάζοντας τις σκηνές μεταξύ του Αντριου Γκάρφιλντ και της Εμα Στόουν.

Θαμμένη κάτω από τα ειδικά εφέ και τους περισσότερους απ όσους χρειάζεται κακούς, τα αμέτρητα subplots και την σε κομμένη σε επεισόδια αφήγησή του, το στόρι της ταινίας έχει τα υλικά για κάτι που θα μπορούσε να είναι πολύ πιο μετρημένο και γι΄αυτό πολύ πιο ενθουσιαστικό.

Η αγωνία, το δράμα, οι προσωπικοί δαίμονες, η επίπονη συνειδητοποίηση της ταυτότητας και της ευθύνης, ο ενθουσιασμός απέναντι σε μια νέα ζωή, οι σκιές του παρελθόντος, οι αμφιβολίες και η μέθη της δύναμης, όλα τα στοιχεία ενός super-hero ταξιδιού είναι εκεί, μόνο που μοιάζουν σαν τελείες σε ένα σχήμα που το φιλμ ενώνει βιαστικά, όχι για να σχηματίσει μια μεγαλύτερη εικόνα, μα για να στήσει το πλαίσιο για συνεχή, φιλόδοξα action ιντερλούδια.

Αυτά είναι το highlight του φιλμ, αλλά μόνο αν είστε κάτω από το όριο μιας ηλικίας, ή πάνω από το όριο του μέσου geek. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όσο κι αν δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις το θέαμα, δεν μπορείς επίσης, παρά να χάσεις το ενδιαφέρον σου γρήγορα από την επαναλαμβανόμενη, υπερβολική σε διάρκεια δράση που δεν προχωρά την ιστορία προς καμία άλλη κατεύθυνση, εκτός από την επόμενη ταινία και το άνοιγμα του δρόμου για ακόμη περισσότερους κακούς. Λες κι αυτό το φιλμ δεν είχε ήδη αρκετούς.

Ακόμη κι έτσι όμως και παρ΄ότι βγαίνεις από την αίθουσα με την αίσθηση πως μόλις παρακολούθησες κάτι σαν μια ολόκληρη σεζόν ή έστω μερικά επεισόδια μιας μεγαλύτερης ιστορίας, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι τα θετικά του στοιχεία είναι σίγουρα περισσότερα από τα αρνητικά και πως σε αντίθεση από πολλά άλλα blockbusters, αυτό τουλάχιστον δεν έχει την αίσθηση του απόλυτα μηχανικού και άκαμπτου «προϊόντος». Αν μη τι άλλο, έχει άφθονο χιούμορ, στιγμές που σχεδόν φλερτάρουν με το να σου γεννήσουν κάτι σαν αυθεντικά συναισθήματα και μια ειλικρινή διάθεση να σε διασκεδάσει, αποζημιώνοντας σε για το χρόνο και τα χρήματά σου.

Ακόμη κι αν τελικά επιμένει να σου προσφέρει περισσότερα απ όσα θα ήθελες σε μεγαλύτερες δόσεις απ όσες θα σου αρκούσαν σε μια μόνο επίσκεψη στην αίθουσα.


Διαβάστε ακόμη: