Ο πρώην πράκτορας της CIA και νυν αφοσιωμένος πατέρας Μπράιαν Μιλς μοιάζει να πρόκειται να τα ξαναβρεί με την τέως σύζυγό του, Λενόρ. Ωστόσο στο εξελισσόμενο μυστικό φλερτ θα βάλει φρένο όχι μόνο ο άντρας της Λενόρ, αλλά κυρίως ένα εγκληματικό δίκτυο που ο Μιλς θ’ αναγκαστεί να ξεσκεπάσει, περνώντας δια πυρός και σιδήρου, πάντα μόνος του, προκειμένου, για άλλη μια φορά, να υπερασπιστεί την απόλυτη προτεραιότητά του: την ασφάλεια της κόρης του.
Ιδια γεύση στην τρίτη περιπέτεια του «Taken», από τον Ολιβιέ Μεγκατόν και τον (παραγωγό και συνσεναριογράφο) Λικ Μπεσόν που ξεκάθαρα κι απενοχοποιημένα κεφαλαιοποιούν την εμπορική επιτυχία των προηγούμενων και την αληθινή αποκάλυψη του Λίαμ Νίσον ως επιβλητικό και γοητευτικό, σιτεμένο ήρωα δράσης.
Η ταινία ακολουθεί τους άξονες που έχει θέσει: οικογενειακές αρχές, οριακή αυτοδικία, μοντάζ που τρελαίνει, λήψεις απ’ όποια δυνατή γωνία, θεαματικές καταδιώξεις με πόδια, αυτοκίνητα και ό,τι επιπλέον βρεθεί στη γύρω περιοχή, όμορφες γυναίκες (με κορυφαία τη Φάμκε Γιάνσεν για όσο φτουράει), αμείωτο σασπένς και κεντρικό κίνητρο αυτό του πατέρα-προστάτη.
Ο συναισθηματικός παράγοντας στην τρίτη ταινία είναι ανεβασμένος, αντίθετα το σενάριο, τα δεδομένα του εγκλήματος και της «τιμωρίας» είναι το πιο ανέμπνευστο ως τώρα, προβλέψιμο ήδη από το πρώτο δεκάλεπτο του φιλμ. Το ίδιο και οι σκηνές δράσης, που παραμένουν σκηνοθετικά δυνατές, αλλά χωρίς πρωτοτυπία στις επιλογές τους και χωρίς το κοσμοπολίτικο άλλοθι των προηγούμενων ταινιών της σειράς. Εκείνο που παραμένει θεαματικό και, ταυτόχρονα, καθησυχαστικά γνώριμο, είναι ο Λίαμ Νίσον που, απρόσμενα την τελευταία 7ετία, από το πρώτο «Taken», έχει ασπαστεί στην εντέλεια το ρόλο του strong, silent type, του μοναχικού εκδικητή με την τρυφερή καρδιά, το σκληροτράχηλο παρουσιαστικό και την πεποίθηση ότι κανείς δεν μπορεί να τον πιάσει κότσο που, ακόμα και χωρίς περιφερειακές ατραξιόν, αρκεί για ένα συναρπαστικό δίωρο.