Εξι ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία του ταινία (και την τρίτη στο απροσδόκητο franchise του «Λούφα και Παραλλαγή»), ο Νίκος Περάκης επιστρέφει στο σινεμά με ένα σενάριο γραμμένο –και ραμμένο στα μέτρα του– από την Κατερίνα Μπέη. Το σκηνικό άμεσα αναγνωρίσιμο: ο παραλογισμός της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας και οι παθογένειές της, τα διαπλεκόμενα συμφέροντα και οι συχνά εγκληματικά λανθασμένες αποφάσεις στις οποίες οδηγεί η ανθρώπινη φιλοδοξία τυφλωμένη από την υποκρισία και τις αυταπάτες.
Το οικείο αυτό σενάριο πλέκεται γύρω από το αταίριαστο(;) ειδύλλιο μεταξύ καιροσκόπου μεγαλο-ψυχιάτρου (αλλά και περιστασιακού συγγραφέα, γιου μεγαλοεκδότη και επίδοξου πολιτικού) και κατά λάθος ανερχόμενης ενζενί ηθοποιού που ψάχνει διέξοδο από την ανεργία, οι οποίοι ερωτεύονται και παντρεύονται, για να επιδοθούν σταδιακά σε αλληλοσπαραγμό, όταν διαπιστώσουν πικρά ότι το love story τους δεν ανταποκρίνεται στη σκληρή πραγματικότητα και στις αρχικές τους προσδοκίες.
Γύρω από το πρωταγωνιστικό αυτό ζεύγος, ο Περάκης και η Μπέη στήνουν έναν εξίσου οικείο μικρόκοσμο από μεγαλοπαράγοντες κάθε είδους και την «αυλή» τους: ένα φαιδρό γαϊτανάκι του νεοελληνικού lisfestyle όπου η εξαπάτηση, η κόκα και το κέρατο πάνε σύννεφο, με το γνώριμο καυστικό χιούμορ, τους γοργούς ρυθμούς και την απατηλά ανάλαφρη διάθεση που χαρακτηρίζουν τον σκηνοθέτη, έστω κι αν εδώ δεν έχει κάτι νέο να προσθέσει στην έως τώρα φιλμογραφία του.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, τα αστεία δεν βρίσκουν πάντα το στόχο τους και, κυρίως, η σάτιρά του αποδεικνύεται λιγότερο κοφτερή και σύγχρονη απ' όσο απαιτεί η εποχή, παραμένοντας μάλλον υπερβολικά ξεθυμασμένη για να αγγίξει πραγματικά με τα βέλη της τη διαβόητη Ελλάδα της κρίσης. Ειδικά όταν, αφού συστήσει την πινακοθήκη των πολυάριθμων χαρακτήρων του, το φιλμ πραγματοποιεί μια ανώμαλη στροφή προς ένα κωμικοτραγικό ερωτικό θρίλερ που ξεδιπλώνεται μέσα από ελάχιστα πειστικά φλας μπακ και τα υπερβολικά επεξηγηματικά voice over των δύο βασικών του ηρώων.
Οι προθέσεις είναι σίγουρα... πετυχημένες, αλλά δυστυχώς η ίδια η πραγματικότητα μοιάζει να έχει ξεπεράσει προ πολλού αυτό το «Success Story».