Ο Λουκ είναι ένα αίνιγμα. Το δάκρυ-τατουάζ κάτω από το αριστερό του μάτι είναι η αρχή μίας ιστορίας που δε θα μας διηγηθεί ποτέ. Είναι χαραγμένη ανεξίτηλα στον λαιμό, στο στήθος, στην πλάτη, στα χέρια του. Χειροποίητα, πρόχειρα, σχεδόν παιδικά ορνιθοσκαλίσματα καλύπτουν το δέρμα του, αλλά και το δέρμα του alter ego του: της μηχανής του. Η αστάθειά της είναι η μόνη σταθερή αξία στη ζωή του. Η ελευθερία που του προσφέρει, η ικανοποίηση ότι σε κάτι έχει έλεγχο, ταυτότητα και δαιμονισμένο ταλέντο. Ο Λουκ είναι επαγγελματίας μοτοσικλετιστής επιδείξεων σε τέντες πανηγυριών που προσφέρουν στην αμερικανική επαρχία «Το Γύρο του Θανάτου». Καρναβάλια που στήνονται και ξεστήνονται σε μια νύχτα κι επιτρέπουν σε χαμένους, χωρίς ρίζα, τυχοδιώκτες την μόνη κανονικότητα που μπορούν να αντέξουν. Οταν μετά από ένα χρόνο ο Λουκ επιστρέφει στο Σκενέκταντι της Νέας Υόρκης για μία βραδιά επιδείξεων, ανακαλύπτει ότι η Ρομίνα, μία σερβιτόρα με την οποία είχε ένα one night stand, έχει φέρει στον κόσμο το γιο του. Και τότε αποφασίζει να τραβήξει χειρόφρενο. Δε θα κάνει τα ίδια λάθη με τον απόντα πατέρα του. Θα φανεί άντρας πάση θυσία. Θα αναλάβει τις ευθύνες του, θα προσφέρει στην οικογένειά του. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα κλέψει τράπεζες για να κόψει δρόμο προς το αμερικανικό όνειρο και την πατρική ενηλικίωση.
O Eϊβερι είναι ένα στερεότυπο. Γιος μεσοαστικής λευκής οικογένειας, σπούδασε νομικά ακολουθώντας ανόρεκτα τα βήματα του δικαστή πατέρα του και κάποια στιγμή επαναστάτησε κι έγινε αστυνομικός. Θεώρησε ότι εκείνος θα κάνει τη διαφορά - έμπρακτα κι όχι με θεωρίες δικαιοσύνης. Εκείνος θα θρέψει την οικογένειά του, τη γυναίκα και τον μικρό τους γιο, με τον καρπό ενός λαϊκού μόχθου και όχι με την σνομπ ανωτερότητα με την οποία μεγάλωσε ο ίδιος. Εκείνος μπορεί να αλλάξει το σύστημα από μέσα, εκείνος μπορεί να σώσει τον κόσμο. Την μέρα που ο φυγάς Λουκ πέφτει στο δρόμο του, ο Εϊβερι ξεκινά το δικό του Γύρο του Θανάτου. Οχι μόνο κυριολεκτικά, αλλά και συμβολικά. Η αθωότητα με την οποία αντιμετώπιζε το επάγγελμά του πεθαίνει. Η αντίθεσή του με τους διεφθαρμένους συνάδελφους αστυνομικούς τον απειλεί. Τα μέχρι τώρα καθαρά του χέρια, ανήκουν σ' ένα ανεπίστρεπτο παρελθόν. Θα φανεί όμως άντρας πάση θυσία. Θα σκεφτεί έξυπνα και θα εξασφαλίσει το μέλλον της οικογένειάς του. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα εκβιάσει την είσοδο στο αμερικανικό όνειρο με μία πολιτική καριέρα στρωμένη με λαδώματα και απειλές.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, οι δύο γιοι των τόσο ανόμοιων, τόσο ίδιων αντρών θα συναντηθούν τυχαία. Ενα γύρισμα της τύχης θα σηκώσει τον καθρέφτη στις συνέπειες σε μία τρίτη γενιά που υποφέρει από την επώδυνη απουσία ή την ανταγωνιστική παρουσία ενός πατέρα. Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα και στο τέλος του δρόμου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις ευθύνες του.
Ο Ντέρεκ Σιανφράνς επιχειρεί να στήσει τις ιστορίες των δύο ανδρών και των παιδιών τους σε τρεις ξεκάθαρες αφηγηματικές πράξεις και προσφέροντας ένα διαφορετικό σκηνοθετικό τόνο στην κάθε μία. Η ιστορία του Λουκ είναι δοσμένη με κάμερα στο χέρι, γεμάτο ενέργεια και κλεμμένες στιγμές Κασαβετικό σινεμά που εστιάζει στη δαιμονισμένη ένταση του πρωταγωνιστή του. Κι ο Ράιαν Γκόσλινγκ (τυχαίο το «Handsome Luke», το αλά «Cool Hand Luke» ψευδώνυμό του;) ως ένας πιο αλητάμπουρας, white trash Πολ Νιούμαν, ένας πιο τσαλακωμένος Στιβ Μακ Κουίν προσφέρει μία ακόμα μετά-Drive στυλάτη ερμηνεία, κατασκευάζοντας λεπτομέρεια στην λεπτομέρεια έναν χαρακτήρα που ξεπερνάει το cool - σε στοιχειώνει με τη θλίψη του. Τα φορεμένα ανάποδα T shirts, τα τατουάζ, το αλυσιδωτό κάπνισμα, το βάδισμα, οι σιωπές και τα βλέμματα, η εμβληματική μηχανή του, το πείσμα, η επιπολαιότητα - όλα σε μαγνητίζουν, θέλεις να κοιτάς αυτό το λαβωμένο αγρίμι στο βέβαιο δρόμο του προς την αυτοκαταστροφή.
Η ιδέα του Σιανφράνς να πιάσει το δεύτερο κομμάτι ξεχωριστά και να μας αφηγηθεί με προσήλωση την ιστορία ανδρικής ενηλικίωσης του Εϊβερι μέσα στο βρώμικο αστυνομικό κύκλωμα σαν ένα Σίντνεϊ Λιούμετ στιβαρό θρίλερ διαφθοράς είναι έξυπνη και κουβαλά τις καλύτερες προθέσεις. Μόνο που κάπου στην μέση συνειδητοποιείς ότι δεν παρακολουθείς με το ίδιο ενδιαφέρον. Ο Μπράντλεϊ Κούπερ είναι αρκετά καλός, χαρίζει στο ρόλο μικρές ανάσες και ψαγμένες αμηχανίες και η κάμερα του Σιανφράνς φροντίζει να εστιάζει έμμεσα στο πραγματικό αντικείμενό της: την οικογένεια. Η πραγματική πάλη του Εϊβερι δεν είναι με το διαπλεκόμενο αστυνομικό σύστημα και τη σχέση του μέσα σ' αυτό, αλλά με την σκιά του πατέρα του, τις προσδοκίες επιτυχίας, την επιλογή του ποιου δρόμου θα διαλέξεις ως άντρας, ως σύζυγος και πατέρας ο ίδιος. Ολα τα στοιχεία δραματουργίας είναι εκεί, όμως η ένταση έχει αρχίσει να σβήνει. Γιατί κακά τα ψέματα: όταν τοποθετείς στο πρώτο 40λεπτο της ταινίας σου έναν Τζέιμς Ντιν αντιήρωα, στο δεύτερο πρέπει να έχεις τουλάχιστον έναν Πατσίνο. Και, μεταξύ μας, δεν τον έχεις.
Εκεί όμως που o Σιανφράνς αποτυγχάνει εντελώς είναι το τρίτο μέρος. H υπέρμετρη φιλοδοξία του να γυρίσει ένα αυτόματα american classic με δραματουργικό βάθος μέσα στα χρόνια και μεγάλα οικουμενικά συμπεράσματα για την ανθρώπινη φύση, τον οδηγεί στο να ξεχειλώσει και να θυσιάσει την ταινία. Η ιστορία των γιων δεν έχει ούτε πιστευτούς χαρακτήρες, ούτε ξεχωριστό στιλ, ούτε ξεκάθαρο στόχο: σε στιγμές φλερτάρει με το Γκας Βαν Σαντ δράμα, σε άλλες γίνεται ψευτονουάρ και καταλήγει σε Βάλτερ Σάλες υπόσχεση.
Δυστυχώς ο Σιανφράνς έπεσε στην παγίδα των ανέφικτών του στόχων. Το «Blue Valentine» είχε μικρές προσδοκίες και μεγάλη καρδιά, εδώ έχτισε κάτι σύνθετο και μεγαλεπίβολο και έχασε τον έλεγχό του. Δεν μπορείς να αγνοήσεις την μαεστρία του στην κινηματογράφηση, ιδιαίτερα των ηθοποιών, ούτε να απορρίψεις τις στιγμές που έχτισε στο πρώτο μισό της ταινίας. Θα είχες δει κάτι το εξαιρετικό, τετράστερο, αν έκανε fade out εκεί. Με το τρίτο μέρος όμως νιώθεις ότι αυτό ακριβώς που ήθελε να αποφύγει (και για αυτό έδινε χρόνο χτίζοντας χαρακτήρες) μία στερεότυπη, εύκολη κάθαρση, τον περίμενε τελικά στο αδιέξοδο στο τέλος του δρόμου.