Στην ηλιόλουστη Ρώμη, με τις φιδωτά τοποθετημένες πλατείες, τις γέφυρες και τα πλακόστρωτα, όπου η ιστορία σε βαραίνει και σε προκαλεί να επαναστατήσεις, τέσσερις ιστορίες εκτυλίσσονται υπό το διαρκή ήχο ιταλικής καντσονέτας. Ο Αλεκ Μπόλντγουιν ως καταξιωμένος Αμερικανός αρχιτέκτονας συναντά τον… εαυτό του σε νεανική βερσιόν (Τζέσε Αϊζενμπεργκ) και τον καθοδηγεί στο ν’ αποφύγει τις ερωτικές κακοτοπιές. Ο ίδιος ο Γούντι Αλεν, ταξιδεύει με τη γυναίκα του (Τζούντι Ντέιβις) στη Ρώμη για να συναντήσει τον αρραβωνιαστικό της κόρης του και τους γονείς του. Ο πεθερός έχει συγκλονιστική οπερατική φωνή, που ο τέως μάνατζερ Γούντι Αλεν θέλει ν’ αναδείξει – μόνο που ο πεθερός μπορεί να τραγουδά μόνο στο ντους! Ο Λεοπόλντο Πιζανέλο, με τη μορφή του Ρομπέρτο Μπενίνι σε μια από τις πιο πράες ερμηνείες του, είναι ένας συμβατικός Ιταλός μεσοαστός, που ξυπνά ένα πρωί για ν’ ανακαλύψει ότι, χωρίς κανένα λόγο, έχει γίνει απίστευτα διάσημος. Και το νιόπαντρο ζευγάρι του Αντόνιο και της Μίλι φτάνει στη Ρώμη, από την επαρχία, για να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή, μόνο που ο καθένας τους καταλήγει να πειραματίζεται στα καινούρια του βήματα με… κάποιον άλλον.
Τέσσερις ασύνδετες, μεταξύ τους, ιστορίες, με μοναδικό κοινό άξονα, εκτός από τη γεωγραφία, την επιπολαιότητα, την αφέλεια, την ελαφρότητα του σύγχρονου ανθρώπου.
Συνεχίζοντας τα προσωπικά του Lonely Planet guides, ο Γούντι Αλεν, μετά το Λονδίνο, τη Βαρκελώνη και το Παρίσι, περνά από τη Ρώμη, σκηνοθετώντας αυτό που μπορεί να κάνει και με κλειστά μάτια: να κινηματογραφήσει το γρήγορο ρυθμό και τις εμφανείς αλλά και πιο κρυμμένες ομορφιές μιας πόλης και να βάζει τους ήρωές του να μιλούν γρήγορα, έξυπνα, υπονομευτικά και διασκεδαστικά.
Το πρώτο κομμάτι το κάνει φυσικά θαυμάσια – ο θεατής μένει με μια γλυκιά τουριστική αίσθηση της Ρώμης που, παρά τα κλισέ της απεικόνισής της, παραμένει σαγηνευτική, έτοιμη να σε υποδεχτεί στους δρόμους της με χορούς και αφρίζοντα κοκτέιλ.
Το δεύτερο κομμάτι, το σεναριακό δηλαδή, μοιάζει να το ξεπετάει στο μίνιμουμ επιτρεπτό χρόνο. Οι ήρωές του είναι επιφανειακά γραμμένοι και τελικά αδιάφοροι, με μόνη ιστορία που ξεχωρίζει από τον σωρό, εκείνη του Αλεκ Μπόλντγουιν και του Τζέσε Αϊζενμπεργκ, τόσο δραματουργικά, όσο και ερμηνευτικά. Από έναν άνθρωπο που έχει αφήσει ιστορία ως σεναριογράφος, είναι πικρό, τελειώνοντας η ταινία, να μην μπορείς να θυμηθείς ούτε μια στιχομυθία – άντε, μία – που να σε έκανε να γελάσεις με έκπληξη, σκανταλιάρικα, κάτι που να κρατήσεις από αυτήν την ταινία, όπως από τόσες άλλες του σκηνοθέτη, όταν περάσει η επήρεια της τουριστικής κινηματογραφικής εκδρομής.
Το κωμικό στοιχείο, από το παλαιότερο, εγκεφαλικό, αυτοσαρκαστικό που χαρακτήριζε τον Γούντι Αλεν, έχει μεταμορφωθεί σε απλοϊκή, επίπεδη κωμωδία, στην οποία πρέπει να διοχετεύσεις βιωματικά την αίσθηση του γνώριμου και καλύτερου Αλεν, για ν’ αναγνωρίσεις κάποιες στιγμές που θα μπορούσαν να λάμψουν – το δουλεύεις, δηλαδή, μόνος σου, από προθυμία και αγάπη.
Αρα, όπως και με τα περισσότερα πράγματα, έτσι και με το «Στη Ρώμη με Αγάπη», σημασία έχει το τι περιμένεις. Λιγότερα από, για παράδειγμα, το «Deconstructing Harry», περισσότερα από μια αυθεντική ιταλική (ή ελληνική) φαρσοκωμωδία. Η αισθητική, η χάρη και το ελαφρό μεθύσι του σινεμά βρίσκονται εκεί, αλλά η σαμπάνια δεν ανοίγει. Σ’ έναν τόσο παραγωγικό σκηνοθέτη, δεν μπορούμε παρά να μένουμε πιστοί και να περιμένουμε καλύτερα. Αλλά μπορεί για κάτι τέτοιο, να χρειαστεί ο Γούντι να γυρίσει, επιτέλους, στη Νέα Υόρκη. Και στον πραγματικό του εαυτό, περισσότερο οξυδερκή και λιγότερο τεμπέλη.
Διαβάστε περισσότερα για το «Στη Ρώμη με Αγάπη» του Γούντι Αλεν.