Μπράβο στο Netflix που όχι μόνο ενέκρινε, αλλά χρηματοδότησε μια ταινία που το βασικό της pitching ήταν «Πώς να δημιουργήσουμε ακόμη λίγο περισσότερο hype για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι; Aς βάλουμε μερικούς μεταλλαγμένους καρχαρίες στον Σηκουάνα!». Κι ας μην είναι το «Under Paris» η ταινία που υπόσχεται ούτε το συγκεκριμένο pitching, ούτε η κεντρική πανέξυπνη ιδέα του, ούτε οι βιαστικές κριτικές (και από τον Στίβεν Κινγκ) που πρόφτασαν πριν ακόμη κάνει την πρεμιέρα του να το συγκρίνουν με τo «Στα Σαγόνια του Καρχαρία», λες και κάθε ταινία με ξενοδοχείο είναι σαν τη «Λάμψη».

Για να μην δημιουργηθούν αμφιβολίες, το «Under Paris» δεν είναι «Sharknado» αλλά δεν είναι καν σαν το «Meg» (1 ή και 2) που στο μυαλό ακόμη και του πιο αυστηρού θεατή είχε πιο θεαματικές σκηνές δράσης και αγωνίας - συν πραγματικά τεράστιους καρχαρίες. Το φιλμ του Ξαβιέ Ζανς που θα έχει για πάντα το «Hitman» με τον Τίμοθι Ολιφαντ για να πορεύεται σε αυτόν τον άδικο κόσμο, έχει σίγουρα καλύτερο σενάριο από σκηνοθεσία, σε μια γενικότερη - προς το αδέξια - ενορχήστρωση των μερών του που δεν σε ικανοποιεί όσο περιμένεις και σίγουρα εννοείται πως δεν τέμνει το συγκεκριμένο είδος των υποβρύχιων ταινιών, όσο κι αν αποδεικνύει πως και οι Γάλλοι μπορούν να κάνουν μια «αμερικάνικη» ταινία.

under paris

Αυτό με το οποίο τελικά ξεκινάς και τελειώνεις αυτήν την ταινία είναι το ένα και το αυτό, δηλαδή η ύπαρξη ενός τεράστιου μεταλλαγμένου καρχαρία που επιβιώνει (και συνεχίζει να μεταλλάσσεται όσο διαρκεί η ταινία) μέσα στις κατακόμβες του Σηκουάνα, κάτω από ένα Παρίσι που προετοιμάζεται για ένα τριάθλο μέσα στο ποτάμι - πρόβα τζενεράλε για τους επερχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στο κατόπι του, μια ωκεανογράφος - βιολόγος που γνωρίζει με τον πιο τραγικό τρόπο το «τέρας» από παλιά, μια οικολογική ακτιβιστική οργάνωση που ελευθερώνει καρχαρίες προστατεύοντας τους από την ανθρώπινη αγριότητα, η αστυνομία του ποταμού που παίρνει πρωτοβουλίες επικίνδυνων αποστολών χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, η αλαζόνας Δήμαρχος που ενδιαφέρεται μόνο για τους καλεσμένους της γιορτής και ο γαλλικός στρατός που μοιάζει να έχει βγει από παρωδία αμερικάνικης ταινίας από εκείνες που έβγαιναν στα 80s κατευθείαν στο βίντεο.

Με ευκολίες που παρακάμπτουν το υποτυπώδες χάος μιας σύγχρονης μητρόπολης (που έτσι κι αλλιώς είναι πολυπληθής ακόμη και εκτός «Ολυμπιακών Αγώνων»), με την Μπερενίζ Μπεζό (του «The Artist» - μεγάλη σταρ στη Γαλλία) να στηρίζει το εγχείρημα όχι απαραίτητα όμως επειδή ξέρει ακριβώς τι πρέπει να παίξει, με τον Νασιμ Λιές να γίνεται εδώ ο φωτογενής σταρ που του αξίζει, το «Στα Βάθη του Σηκουάνα» στηρίζεται σε δύο (το πολύ) σκηνές μακελειού που προκαλούν τις αισθήσεις του θεατή, χωρίς όμως πραγματικά θεαματικά εφέ ή μια πιο ξέφρενη επιλογή από κομμένα πόδια και χέρια. Το χιούμορ του είναι πενιχρό και μάλλον το αντίθετο από αστείο, περιορισμένο στην καρικατούρα της Δημάρχου (άραγε τι να πιστεύει η παντοδύναμη αλλά και αμφιλεγόμενη Αν Ινταλγκό, πάνω στην οποία βασίστηκε;), η συγκίνηση είναι πιο κλισέ και από το οικολογικό μήνυμα που περιφέρεται μέχρι και το (πολλά υποσχόμενο για σίκουελ) φινάλε και η απιθανότητα της πλοκής που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έκανε τον θεατή να ουρλιάζει από ενθουσιασμό αφαιρεί σκηνή με τη σκηνή το ενδιαφέρον, προδομένο κι αυτό από τον μη ρεαλισμό μιας κατά βάση ρεαλιστικής ταινίας καταστροφής.

under paris

Κάπως έτσι, μια ταινία που μοιάζει θαρραλέα στην (όποια) κριτική της απέναντι στον υπερτουρισμό, την οικολογική καταστροφή που προκαλεί η δυτική ευημερία και τα «σκουπίδια» που καταναλώνουμε (άνθρωποι και ζώα), γίνεται ένα ανώδυνο με λίγες στιγμές fun απογευματινό κυρίως φιλμ που προφανώς δεν σταμάτησε κανείς από τον κρατικό μηχανισμό της Γαλλίας, αφού λειτουργεί μάλλον τελικά διαφημιστικά ως προς το αιώνιο Παρίσι και τις γιορτές του. Η ειρωνία αναδύεται ωστόσο ολοζώντανη, αφού η πρεμιέρα του φιλμ συνέπεσε με το μετά των Ευρωεκλογών, σε μια Γαλλία που ακρωτηριασμένη σήμερα, συνειδητοποιεί πως αγνόησε πολλαπλώς το «τέρας» που μεταλλασσόταν και πολλαπλασιαζόταν χρόνια κάτω από τα πόδια της.

Ακόμη και ερήμην (ή και όχι;) των δημιουργών της, αυτό είναι και το πιο πετυχημένο σχόλιο της εν λόγω ταινίας τη δεδομένη στιγμή.