O Κέβιν, ένας νεαρός πάσχει από διασχιστική διαταραχή προσωπικότητας με αποτέλεσμα να έχει 23 διαφορετικές και τελείως διακριτές μεταξύ τους προσωπικότητες. Οταν μια από τις 23 προσωπικότητές του κυριαρχεί, απάγει και φυλακίζει σε ένα σκοτεινό, υπόγειο δωμάτιο, τρία νεαρά κορίτσια και τότε, μια 24η, κρυμμένη προσωπικότητα, όμοια με τέρας, ετοιμάζεται να ξεπροβάλλει και έτσι να κλείσει τον κύκλο της απόλυτης παράνοιας.
Πέρασαν δεκαέξι ολόκληρα χρόνια απ' όταν ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν έκανε μια αληθινά καλή ταινία με τον «Αφθαρτο», και το «Διχασμένος» δείχνει πως οι δύο πρώτες ταινίες του σκηνοθέτη δεν ήταν απλώς ευτυχή ατυχήματα, μα ότι υπάρχει ακόμη κάτι που αξίζει να περιμένεις από αυτόν.
Η καινούρια του ταινία είναι με κάποιο τρόπο μια επιστροφή στη φόρμα και με κάποιο τρόπο -αν και μεταξύ μας μάλλον χωρίς ιδιαίτερη και ουσιαστική σύνδεση- μια γέφυρα ανάμεσα σε διαφορετικούς τόπους του κινηματογραφικού του σύμπαντος για κάτι που ο ίδιος δηλώνει ότι οραματίζεται ως τριλογία.
Το κείμενο όμως δεν περιέχει spoilers και κάπως έτσι αν θέλετε να ανακαλύψετε τι ακριβώς εννοεί, θα χρειαστεί να περιμένετε ως τα τελευταία λεπτά του φιλμ. Μέχρι να φτάσετε ως εκεί θα έχετε παρακολουθήσει ένα καλοφτιαγμένο, τεταμένο θρίλερ, μα και κατά στιγμές υπερβολικό ή αμήχανο, που πιθανότατα θα απολαύσετε αν η αληθοφάνεια, η επιστημονική βάση (σε όσα αφορούν τους ανθρώπους με διχασμένη προσωπικότητα) και η ηθική του στάση (απέναντι σε θύματα κακοποίησης) δεν αποτελέσουν εμπόδιο προς αυτή την κατεύθυνση.
Στο κέντρο του βρίσκεται φυσικά ο Τζέιμς ΜακΑβόι που δίνει στις ξεχωριστές προσωπικότητες του ήρωά του οντότητα και ραχοκοκαλιά σε μια ερμηνεία (ή μήπως πολλές;) που εντυπωσιάζει αλλά και που κλέβει την παράσταση με διαφορά, ακόμη κι αν η νεαρή Ανα Τέιλορ Τζόι (του «The Witch»), στέκεται αντάξια απέναντί του.
Στην πραγματικότητα, δίχως την παρουσία του ΜακΑβόι στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το οικοδόμημα της ταινίας θα κατέρρεε σαν τραπουλόχαρτα, αφού πέρα από τον κόσμο που χτίζει στο υπόγειο όπου κρατά τις τρεις κοπέλες που έχει απαγάγει όταν εκείνος είναι παρών, τα υπόλοιπα δείχνουν μάλλον λειψά. Η ψυχολόγος του, δίχως εκείνον απέναντί της μοιάζει απλό αφηγηματικό εργαλείο και οι σκηνές από το παρελθόν της ηρωίδας, αν και υποτίθεται ανατριχιαστικές, έχουν την αδιόρατη οσμή της παρωδίας.
Οσο για το φινάλε, το σημείο στο οποίο ο Σιάμαλαν έχτισε τη φήμη του κυρίως με την «Εκτη Αίσθηση» και που αποδείχθηκε παγίδα και νέμεσή του στις περισσότερες από τις υπόλοιπες ταινίες του, εδώ δεν έχει κάποια αληθινά συγκλονιστική ανατροπή, αντίθετα αφήνει μάλλον την αίσθηση του ανικανοποίητου -και δεδομένης της επιτυχίας της ταινίας στα ταμεία- το δόλωμα για μια συνέχεια.
Κι ως «φινάλε» ας ορίσουμε εδώ την σκηνή που ολοκληρώνει την ιστορία που αφηγείται το φιλμ, ή τη στιγμή που ο ΜακΑβόι ή οι υπόλοιποι βασικοί ήρωες του φιλμ παύουν να βρίσκονται στην οθόνη. Ο,τι ακολουθεί, δεν μπορεί παρά να ιδωθεί σαν τις μετά τα credits σκηνές στις ταινίες της Marvel, δηλαδή διασκεδαστική, μα αχρείαστη. Αν όχι ανούσια.