Αν και αριστερόχειρας, ο Μπίλι «The Great» Χόουπ έχει κατακτήσει την κορυφή της κατηγορίας ελαφριών βαρέων βαρών στο αμερικανικό πρωτάθλημα πυγμαχίας, χάρη κυρίως στην χαρακτηριστική επιθετική κίνηση ‘southpaw’, και μοιάζει να τα έχει όλα: μία εντυπωσιακή καριέρα, μια υπέροχη οικογένεια, και έναν υπερπολυτελή τρόπο ζωής. Η ιδανική ζωή του, όμως, καταρρέει όταν ένα τραγικό συμβάν τον βυθίσει στον εθισμό του στο αλκοόλ και του στοιχίσει την καριέρα του, αλλά και την κηδεμονία της κόρης του. Εκεί που όλα μοιάζουν χαμένα, ένας πρώην μποξέρ, ιδιοκτήτης πλέον ενός φτωχικού συνοικιακού γυμναστηρίου, τον παίρνει υπό την προστασία του και τον βοηθά να βρει πάλι τον δρόμο του προς την κορυφή. Αντιμέτωπος με την δυσκολότερη μάχη της ζωής του, ο Μπίλι θα πρέπει να κυριεύσει τους δαίμονές του και να μάθει ότι μερικές φορές ο μεγαλύτερος αντίπαλός σου είναι ο εαυτός σου…
Από το «Οργισμένο Είδωλο», μέχρι το Ρόκι υπάρχουν τόσες πολλές αποδείξεις για το πόσο «κινηματογραφικό» είναι το θέαμα ενός αγώνα μποξ και το φιλμ του Αντουάν Φουκουά έρχεται να προσθέσει την δική του ετυμηγορία σε αυτή την θέση.
Συνηθισμένος σε ταινίες δράσεις, ο Φουκουά κινηματογραφεί τις γροθιές στο ρινγκ με την ένταση πυροβολισμών, τον βίαιο χορό των αντιπάλων στο ρινγκ με την ταχύτητα κυνηγητού με αυτοκίνητα.Το θέαμα είναι εντυπωσιακό και βίαιο, σκληρό αλλά και μαγνητικό. Υπάρχουν στιγμές που προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου να μην κοιτάζει. Δίχως επιτυχία.
Κάπως έτσι θα μπορούσε κανείς να περιγράψει και την ερμηνεία του Τζέικ Τζίλενχαλ, που χτίζει έναν ρόλο κυριολεκτικά με το κορμί του, σε μια ερμηνεία που τον φέρνει πιο κοντά στην λογική της Μεθόδου, απ οτιδήποτε έχει κάνει μέχρι σήμερα.
Με ένα γυμνασμένο, γεμάτο τατουάζ κορμί, με ένα βλέμμα που μοιάζει να κουβαλά το βάρος υπερβολικά πολλών χτυπημάτων στο πρόσωπο, με μια φωνή που ανεβαίνει και πέφτει ανάλογα με την δική του θέση στην «τροφική αλυσίδα», ο Τζίλενχαλ θα μπορούσε να είναι εξαιρετικός. Αν μόνο ο ρόλος του δεν ήταν ένα ασταμάτητο, συνεχές γρονθοκόπημα από κλισέ, που όσο κι αν προσπαθεί να τους δώσει βάθος και συναισθηματικό αντίκτυπο, δεν μπορούν παρά να τον βγάλουν νοκ άουτ.
Το ίδιο προφανώς συμβαίνει και με την ταινία. Το σενάριο του Φουκουά δεν αντιλαμβάνεται την διαφορά μεταξύ μια γροθιάς που βγάζει αίμα από την μύτη κι ενός τρυφερού χαστουκιού, ανεβάζει όλους τους τόνους στο 11 και πνίγει τα πάντα σε ένα εξωφρενικό, απίστευτα προφανές, σχεδόν χυδαίο μελόδραμα.
Μια ιστορία συγχώρεσης και επιστροφής χρειάζεται προφανώς μια πτώση, μόνο που το «Southpaw» ο ήρωας μοιάζει όχι απλά να τρώει τα μούτρα του σε έναν λασπωμένο δρόμο, αλλά να πέφτει από τον πέμπτο όροφο. Σε έναν λάκκο με σκατά.
Ναι δυστυχώς για τον Τζίλενχαλ και τον Φόρεστ Γουίτακερ, δυστυχώς για την τεταμένη, δυνατή σκηνοθεσία, δυστυχώς για τις φιλοδοξίες του φιλμ να φτάσει στα Οσκαρ, το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο είναι αποκλειστικά κι ολοκληρωτικά, τα πιο βασικά κλισέ. Τόσο πολλά και τόσο συμπυκνωμένα που δεν κατορθώνουν καν να σε συγκινήσουν. Και που κατορθώνουν να βυθίζουν μια ταινία που εν δυνάμει θα μπορούσε να είναι ένα συμβατικό μα έντονο δράμα σε κάτι που ακόμη κι αν βλέπεται δίχως προβλήματα, μοιάζει αδύνατο να το πάρεις τελικά στα σοβαρά.