To «Sound of Metal» ξεκίνησε σαν μια διαφορετική ταινία με σκηνοθέτη του Ντέρεκ Σιανφράνς, ο οποίος γυρίζοντας ένα υβριδικό ντοκιμαντέρ για μια υπαρκτή μπάντα τους Jucifer, με τίτλο «Metalhead», αποφάσισε να χτίσει παράλληλα μια ιστορία ιστορία μυθοπλασίας στην οποία ο ντράμερ του ντουέτου, έχανε την ακοή του. Στην πορεία εκείνη η ταινία κόλλησε κάπου στον δρόμο κι ο Σιαφράνς, που εδώ εκτελεί χρέη παραγωγού μοιάζει να εμπιστεύτηκε την κεντρική ιδέα στον Ντάριους Μάρντερ, συνεργάτη του στα σενάρια του, εδώ και χρόνια.
Ο Ριζ Αχμέντ υποδύεται τον Ρούμπεν, τον ντράμερ ενός «θορυβώδους» ντουέτου στο οποίο παίζει μαζί με την σύντροφό του Λου. Η μπάντα τους, βρίσκεται στο μέσο μιας μεγάλης περιοδείας σε μικρά venues, όταν κάτι απροσδόκητο κι εν δυνάμει καταστροφικό συμβαίνει: Ο Ρούμπεν αντιλαμβάνεται ότι χάνει την ακοή του και μια επίσκεψη σε έναν γιατρό θα το επιβεβαιώσει. Το 80% έχει ήδη χαθεί και για να προστατεύσει το υπόλοιπο 20% θα πρέπει να αποφύγει κάθε δυνατό θόρυβο. Μόνο που εκείνος, μοιάζει να έχει αντικαταστησει το high της ηρωίνης με την ένταση των ντραμς και να έχει στηρίξει την ευημερία της σχέσης του με την Λου πάνω στην επιτυχία της μπάντας και το τελευταίο που θέλει να κάνει είναι να δυναμιτίσει αυτή την πιθανότητά του στην ευτυχία.
Οταν γίνει σαφές ότι ο ίδιος όχι μόνο δεν μπορεί να παίξει δίχως να ακούει, πως η κατάστασή του χειροτερεύει με ταχύτητα και πως ο κίνδυνος να πέσει πάλι στα ναρκωτικά, είναι κάτι παραπάνω από ορατός, η Λου θα πάρει δραστικά μέτρα, πηγαίνοντας τον Ρούμπεν σε μια κοινότητα ανθρώπων με προβλήματα ακοής κι εθισμού ενώ εκείνη φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση.
Η ταινια θα παραμείνει επικεντρωμένη στον Ρούμπεν, και στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τη νέα του πραγματικότητα. Ή όχι. Εκείνος θεωρεί πως ο μόνος δρόμος μπροστά, είναι τα κοχλιακά εμφυτεύματα που θα του δώσουν πίσω μέρος της ακοής του, οι άνθρωποι στην κοινότητα γύρω του αντίθετα, δεν βλέπουν την έλλειψη ακοής τους ως ένα πρόβλημα που χρειάζεται διόρθωση. Αυτή είναι μια από τις θεματικες που η ταινία ενδιαφέρεται να εξερευνήσει, την έντονη συζήτηση στην κοινότητα των κωφών για τα εμφυτεύματα και το αν είναι κάτι θετικό ή όχι και ως το τέλος της διαδρομής του Ρούμπεν, το φιλμ, δείχνει να έχει διαλέξει -διακριτικά- πλευρά.
Ενα από τα προσόντα του φιλμ του Μάρντερ άλλωστε είναι ο τρόπος που παρά τον «θορυβώδη» τίτλο του, δεν ανεβάζει ποτέ την ένταση στο δράμα, προτιμά να αφήσει τους θεατές να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα για τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές τους. Κι αυτό ισχύει φυσικά για τον Ρούμπεν αλλά και για την Λου, που όταν εμφανιστεί ξανά στην ιστορία θα διαφανεί μια ακόμη, διαφορετική πλευρά του εαυτού της.
Για κάποιους αυτή η μάλλον αποσπασματική αφηγηματική γραμμή του φιλμ μπορεί να δείχνει προβληματική: η όχι ξεκάθαρη πάροδος του χρόνου, η ρευστή εισοδος και η έξοδος των χαρακτήρων στην ιστορία, τα «άλματα» στην τροχιά των γεγονότων. Ομως αν τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι προβλήματα σε μια άλλη ιστορία, μάλλον λειτουργούν υπέρ αυτής εδώ, μεταδίδοντας την αποπροσανατολισμένη κατάσταση του κεντρικού της χαρακτήρα, βοηθώντας μας να έρθουμε πιο κοντά στο ταξίδι του προς μια νέα αυτογνωσία και ωριμότητα.