Χριστούγεννα, 1985. Στην μικρή, εργατική κωμόπολη της Β. Ιρλανδίας, ο 40χρονος Μπίλι Φέρλονγκ δουλεύει σκληρά από τα ξημερώματα, προμηθεύοντας ξυλοκάρβουνα στα σπίτια, τις ταβέρνες, τα μαγαζιά. Οταν επιστρέφει τα βράδια στην γυναίκα και τις 5 κόρες του, πρώτα περνάει από το μπάνιο για την μικρή του ιεροτελεστία. Γεμίζει τη γούρνα με ζεστό νερό, ανοίγει το σιδερένιο κουτί που φυλάει την σκληρή του βούρτσα και τρίβει με επιμέλεια την καρβουνίλα από το δέρμα του, ώστε να κάτσει στο τραπέζι του δείπνου καθαρός, νοικοκυρεμένος. Εκεί τα κορίτσια του, μικρά μεγάλα, τιτιβίζουν ανέμελα τα νέα τους από το Καθολικό σχολείο, κι εκείνος ακούει χαμογελαστά, με στοργή κι ενδιαφέρον, τις εργασίες που έχουν για την επόμενη μέρα. Υπάρχει μία συνωμοτική απλότητα στις εκδηλώσεις τρυφερότητας με τη γυναίκα του - ένα περαστικό άγγιγμα στον ώμο, αναγνώριση της κούρασης του κάθε συντρόφου, δυο κουβέντες κι ένα ζεστό που μοιράζονται μπροστά από την τηλεόραση στο τέλος της μέρας.

Ο Μπίλι δεν έχει τέτοιες αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Η ανύπαντρη νεαρή μητέρα του είχε βρει καταφύγιο ως οικονόμος στο κτήμα μίας πλούσιας γυναίκας λίγο έξω από την πόλη. Εκεί μεγάλωσε, ως μπάσταρδος γιος - μια βρισιά που έφτυναν οι συμμαθητές του στο δρόμο για το σχολείο. Ομως η μητέρα του ήταν από τις τυχερές. Οι περισσότερες κοπέλες που θεωρούνταν «παραστρατημένες» κατέληγαν στα μοναστήρια της Καθολικής Εκκλησίας, στα διαβόητα «Πλυντήρια της Μαγδαληνής». Στις μεταφορές του ο Μπίλι έβλεπε ντροπιασμένους γονείς να σπρώχνουν κοπέλες μέσα στις πύλες της μονής, νεαρά κορίτσια, σαν τις κόρες του, που έκλαιγαν και ικέτευαν να μην τις εγκαταλείψουν. Κι όπως όλοι οι κάτοικοι της μικρής πόλης, έτσι κι εκείνος, χαμήλωνε το βλέμμα στο κοινό μυστικό, στη συλλογική ντροπή που ένωνε τις ζωές τους. Οι καλόγριες είχαν ισχύ, χρήματα, εξουσία. Κανείς δε θα τολμούσε να κάνει ερωτήσεις για τα κορίτσια που «εξαφανίζονταν», πέθαιναν από τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, τις κακουχίες και το κρύο στα πλυντήρια.

Ομως είναι Χριστούγεννα. Και τα Χριστούγεννα το τραύμα του Μπίλι ζωντανεύει και αιμορραγεί. Ξεφορτώνοντας σακιά στην καρβουναποθήκη του μοναστηριού, ανακαλύπτει κάτι που φορτώνεται στη συνείδησή του. Ο Μπίλι δεν μπορεί να κρατήσει πλέον το βλέμμα του χαμηλά. Ομως δεν είναι ήρωας. Ηταν, είναι και θα είναι ένας μπάσταρδος γιος που μεγάλωσε, δούλεψε σκληρά, έκανε μια μικρή επιχείρηση και μια μεγάλη οικογένεια. Αν τολμήσει να κάνει κάτι για όσα είδε, ρισκάρει την ευημερία των κοριτσιών του.

Ο (οσκαρικός φέτος με το «Οπενχάιμερ») Κίλιαν Μέρφι συγκέντρωσε ως παραγωγός μία καταπληκτική ομάδα συντελεστών για να μεταφέρουν το ομότιτλο βραβευμένο διήγημα της Κλερ Κίγκαν στην μεγάλη οθόνη. Από την μία, ο Εντνα Γουολς (συνεργάτης του Μέρφι στο θέατρο για πάνω από 20 χρόνια) ανέλαβε τις ισορροπίες του σεναρίου - τι αποκαλύπτεις, τι υπονοείς, και τι εμπιστεύεσαι τον θεατή να μείνει ανείπωτο και να τον στοιχειώσει. Από την άλλη, ο Βέλγος σκηνοθέτης του «Peaky Blinders», Τιμ Μίλαντς, μπήκε πίσω από την κάμερα, με αυτοπεποίθηση και αυτοσυγκράτηση. Ο σκοπός δεν είναι το μελόδραμα - η τραγική αληθινή ιστορία των 30.000 κοριτσιών που πέθαναν στα «Πλυντήρια της Μαγδαληνής» από το 1765 μέχρι το 1993 που έκλεισε και το τελευταίο, δεν χρειάζεται υπογραμμίσεις.

Οχι, η ταινία δεν ακολουθεί τα βήματα του Πίτερ Μάλαν στο πώς έδειξε εκείνος τα εγκλήματα των «Magdalene Sisters» (2008). Ούτε τον φακό του Στίβεν Φρίαρς και της θλιμμένης «Philomena» του (2013). Ούτε καν τους στίχους της Τζόνι Μίτσελ στην εξομολογητική μπαλάντα «The Magdalene Laundries». Τόσο η Γουόλς, όσο κι ο Μίλαντς στέκονται στη σιωπή. Στο κοινωνικό μούδιασμα που σκεπάζει τα σπίτια ακόμα πιο βαριά και από το πυκνό χιονόνερο, την αδυναμία αντίδρασης που ασφαλίζει τις πόρτες, κλείνει τα παράθυρα και τα μάτια σε μια αλήθεια που δεν αντέχεται. «Για να μπορέσεις να επιβιώσεις σε αυτή τη ζωή πρέπει να κάνεις ότι δεν βλέπεις κάποια πράγματα» συμβούλεψε ψιθυριστά τον «υπερευαίσθητο» Μπίλι η γυναίκα του ένα βράδυ. Η δική τους δουλειά είναι να χτίσουν το καλύτερο μέλλον για τις κόρες τους. Οι μισές ήδη σπουδάζουν στις καλόγριες, οι επόμενες θα ακολουθήσουν μεγαλώνοντας. Είναι προνομιούχοι κι αυτό το κέρδισαν με κόπο, ιδρώτα. Και σιωπή. Και κάρβουνο. Κάρβουνο που τους κρατάει ζεστούς, κάρβουνο που ο Μπίλι τρίβει εμμονικά κάθε βράδυ από τα νύχια του. Αυτή τη μαυρίλα μπορεί να την καθαρίσει. Ολα τα άλλα έχουν μαυρίσει την ψυχή του.

Ο Μίλαντς κι ο DP του, Φρανκ βαν ντεν Ιντεν («Close»), ψιθυρίζουν τις εικόνες τους, κατασκευάζοντας ένα δράμα υπόκωφο, διακριτικό, «μικρό», όπως μάς ομολογεί κι ο τίτλος του. Κοράκια πετούν πάνω από τα σπίτια, κλέβουν φαγητό από τις αυλές, κάθονται πάνω στο σταυρό του μοναστηριού. Μαυροντυμένα κοράκια κλέβουν ζωές και στο εσωτερικό του. Σάπια χρώματα στους τοίχους, τους δρόμους, τα παράθυρα των σπιτιών σφίγγουν τον κλοιό της φτώχειας και της ανέχειας, αποτυπώνουν τα 802 με μία ατμόσφαιρα Κάρολου Ντίκενς παραμυθιού (η αναφορά στον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» ως το βιβλίο που θέλει για δώρο εκείνα τα Χριστούγεννα ο Μπίλι δεν είναι καθόλου τυχαία). Αντίθετα, η εικονογραφία της Μονής είναι δυσοίωνη, ψυχρή, σαν βγαλμένη από εκκλησιαστικό γκόθικ θρίλερ.Η γκρι και μπλε παλέτα σου παγώνει το αίμα - κυριολεκτικά των κοριτσιών, συμβολικά των θεατών.

Ολο το βάρος όμως το σηκώνουν οι ερμηνείες. Η Εμα Γουότσον είναι συγκλονιστική ως η Μητέρα Μαίρη, η Ηγουμένη που διευθύνει την Μονή και κρατά την κοινότητα σε βουβό πολιτικό και οικονομικό χαλινάρι. Με ένα πρόσωπο αμετανόητα ακίνητο απέναντι σε όσα συμβαίνουν, το βλέμμα της να κόβει δαιμόνια όποιον έχει απέναντί της και τα σφιγμένα της χείλη να χρωματίζονται από ένα μόνιμα απειλητικό μειδίαμα, η Γουότσον φοράει το ράσο και ταυτόχρονα απογυμνώνει την υποκρισία της Καθολικής Εκκλησίας.

Είναι ο Κίλιαν Μέρφι όμως που κάνει τα μικρά πράγματα μεγάλα. Λάμπει στα σκοτάδια του ήρωά του. Ενας τεράστιος ηθοποιός που έχει αποδείξει (από το «Breakfast on Pluto» του Νιλ Τζόρνταν ακόμα) ότι το εύθραυστο, οστεώδες, σχεδόν θηλυκό πρόσωπό του μπορεί να κουβαλήσει τόνους συναισθήματος κι ευθύνης απέναντι σε κάθε πρωταγωνιστικό ρόλο. Με αυτά τα σήμα-κατατεθέν ζυγωματικά του να μένουν μουδιασμένα, όσο (το βλέπεις) στα γαλάζια εκφραστικά μάτια του τρέχουν χιλιάδες σκέψεις, ανησυχίες, ανασφάλειες, αγωνίες συγκρούονται, πέφτουν, σηκώνονται. Δεν υπάρχει άλλο βλέμμα πρωταγωνιστή, πιο ακριβές, πιο δυνατό, πιο διαπεραστικά υγρό. Βλέμμα που μπορεί να μεταδώσει πιο ηλεκτρισμένα, πιο ματαιωμένα και πιο αποφασιστικά την βουβή ένταση ενός ήσυχου ανθρώπου αντιμέτωπου με ανήσυχες εποχές. Για αυτό κι ο Μίλαντς δεν χρειάζεται τίποτα άλλο, για αυτό κρατά όλα τα υπόλοιπα χαμηλότονα. Γιατί εμπιστεύεται τον πρωταγωνιστή του - τον καδράρει σε ενοχικά κοντινά, ή τον αφήνει στην άκρη της εικόνας να παρατηρεί πετρωμένος, ένα άκαμπτο, ανήσυχο κορμί, ένα μικρό γρανάζι στο σύστημα.

Καμιά φορά όμως, οι επαναστάσεις ξεκινούν από κάτι μικρό. Από έναν ασήμαντο αντι-ήρωα, που μπροστά σε όσα δεν μπορεί να κάνει, κάνει ό,τι μπορεί. Αντιστοίχως, μικρές ταινίες δεν έχουν ανάγκη κινηματογραφικής μεγαλοστομίας. Αφήνουν τα πράγματα, τα μικρά πράγματα, να μιλήσουν από μόνα τους.