Η top secret λίστα της MI6 με τους Βρετανούς διπλούς κατασκόπους που έχουν εισχωρήσει στους τρομοκρατικούς κύκλους της Μέσης Ανατολής πέφτει σε λάθος χέρια. Η Μ ρισκάρει, κάνει λάθη, το επιτελείο της βομβαρδίζεται, χάνει πράκτορες, και η ίδια φτάνει κοντά στο να χάσει τη θέση της: βρίσκεται υπόλογη απέναντι στους ανωτέρους της που, εμμέσως πλην σαφώς, την απειλούν με αναγκαστική παραίτηση. Εχει ξοφλήσει; Το κατασκοπευτικό παιχνίδι, του οποίου τους κανόνες ήξερε, έχει ανεπίστρεπτα ξεπεραστεί στον κλινικό, cyber κόσμο μας; Κι ο Τζέιμς Μποντ; Μεσήλικας, τρωτός, κουρασμένος, βαθιά τραυματισμένος. «Νεκρός»;
Από τους υγρούς, σκοτεινούς, μακάβρια εντυπωσιακούς τίτλους της αρχής, η ταινία μυρίζει θάνατο. Ενας παγωμένος, νεκρός βυθός, ταφόπλακες, νεκροκεφαλές, κόκκινα αγγεία που αναβλύζουν αίμα πλαισιώνουν τα παραδοσιακά λικνιζόμενα Bond Girls και την black tie φιγούρα του 007, όσο η ελεγειακή φωνή της Adele θρηνεί για τον ουρανό που απειλεί να πέσει στο κεφάλι μας. Ποιος πέθανε, ποιος πεθαίνει, τι πενθούμε;
Η Τζέιμς Μποντ ταινία ήταν πάντα μία συνωμοσία μεταξύ ήρωα και θεατή. Εκείνος είχε τα γκάτζετς, τις γυναίκες και τα γρήγορα αυτοκίνητα κι εσύ έφερνες το ποπ κορν και την καλή σου διάθεση να απαρνηθείς τους νόμους της φύσης και της φυσικής, και να τον πιστέψεις. Οσο πιο παράλογα τα άλματα στην οθόνη και στην λογική, τόσο μεγαλύτερη η εμπιστοσύνη σου στην ατσαλάκωτη υπεροχή του. Οσο πιο απίστευτο το θέαμα, τόσο πιο πιστό στην παράδοση του ανίκητου, suave 007. Nobody does it better. Αδιαπραγμάτευτο.
Μετά από μισό αιώνα κινηματογραφικής ιστορίας όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει: τα έχουμε δει όλα. Η μεγάλη οθόνη έχει πλημμυρίσει από καταιγιστική δράση, CGI εφέ, action heroes (ακόμα κι αν, ειρωνικά, είναι μιμητές του). Πώς θα μπορούσε ο εμβληματικός βρετανός πράκτορας να υπερνικήσει την εξάντληση των ιδεών, τη φυσική φθορά της επανάληψης, την κενότητα των εφετζίδικων κόλπων, το ρίσκο της αλλαγής των προσώπων που φοράνε το σμόκιν του; Οχι, πλέον δεν έφτανε η διπλή εκφορά του επιθέτου του, ούτε το dry martini του, ούτε η kiss kiss bang bang υπέροχη, αλλά μονοδιάστατη, σαγήνη του.
Επρεπε να πεθάνει.
Ο Σαμ Μέντες, στο εξαιρετικά δύσκολο στοίχημα της αναβίωσης ενός πεπερασμένου υπερπράκτορα, τολμά να τον σκοτώσει. Οχι φυσικά κυριολεκτικά. Με μεγάλο σεβασμό στην παράδοση που δεν προσβάλει ποτέ, ο Μέντες πλάθει έναν ήρωα με σάρκα, οστά, ήττες, τύψεις, πικρίες, φόβους, τραύματα. Εναν άνθρωπο με ηθικό κώδικα, τετράγωνο μυαλό, ψυχική και σωματική δύναμη, τόλμη, πίστη στην Μ(ητρική φιγούρα) που υπηρετεί και, γιατί όχι, αγαπά. Εναν μεσήλικα με συγκεκριμένο παρελθόν που τον φέρνει στο παρόν και εγγυάται το μέλλον του.
Στο εξαιρετικό σενάριο των Νιλ Πέρβις, Ρόμπερτ Γουέιντ και Τζον Λόγκαν («Hugo») η δράση δεν στέκεται στα μάτια, αλλά έχει ρίζες, ψυχαναλυτικές εμμονές και αίτια. Το «Skyfall» είναι το παρελθόν. Κι ο Μποντ πρέπει να ανατρέξει σ' αυτό, να το αντιμετωπίσει, να το αποκαθηλώσει, να το γκρεμίσει, για να μπορέσει να χτίσει νέα θεμέλια. Το τραυματισμένο παιδί πρέπει να επιστρέψει στην μήτρα για μία τελευταία φορά και μετά να κόψει τον ομφάλιο λώρο.
Και δεν είναι μόνος σ' αυτό το κυριολεκτικό και υπαρξιακό ταξίδι επιστροφής. Η Νέμεσίς του, αναβλύζει από την ίδια πηκτή πληγή. Ο Ραούλ Σίλβα του Χαβιέ Μπαρδέμ είναι το Γιν στο Γιανγκ του. Μπορεί να έχει την εικόνα ενός τυπικού «τζεϊμσμποντικού κακού» (τα πλατινέ μαλλιά, τα 70ς κρεμ σακάκια και η αποκρουστική οδοντοστοιχία είναι όσο καρτουνίστικα πρέπει) αλλά ταυτόχρονα επιδεικνύει την δραματουργική ουσία ενός διαταραγμένου «Jocker» - βαθιά πληγωμένος, προδομένος, «νεκρός», αναγεννιέται μέσα από το σχέδιο της απόλυτης Οιδιπόδειας εκδίκησης. Ο Μπαρδέμ γνωρίζει πολύ καλά να ισορροπεί ανάμεσα στα δύο άκρα – πώς από εξωφρενική θεατρινίστικη καρικατούρα, θα γεμίσει τον αέρα με νεκρά βλέμματα, πικρά χαμόγελα, διαστροφική, παιχνιδιάρικη ερωτική ένταση, ημίτρελλο φλέγμα. Ο Μέντες του επιτρέπει όσο χρόνο χρειάζεται για να κάνει τις σκηνές του να αναπνεύσουν, κι αυτό κόβει την ανάσα μας. Ειδικά όταν συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι παρά ο καθρέφτης του ήρωα. Η αντανάκλαση της Δύσης στο τέρας της τρομοκρατίας που ανάθρεψε κι αυτό μετά στράφηκε εναντίον της από την Μέση Ανατολή.
Μην αυταπατάστε όμως. Το «Skyfall», πάνω από όλα, είναι μία Τζέιμς Μποντ περιπέτεια. Από το ζενερίκ της αρχής όπου με στρατιωτικά τζιπ, μοτοσικλέτες και τρένα ο Μέντες γκρεμίζει την μισή Κωνσταντινούπολη, μέχρι τη συθέμελη ανατίναξη του ΜΙ6, την νέα του κρυψώνα στα σπλάχνα των υπόγειων καταφύγιων του Τσόρτσιλ (ακόμα και το Λονδίνο επιστρέφει στο παρελθόν του), αλλά και μία μαγική, σώμα με σώμα, μονομαχία σε ουρανοξύστη της Σαγκάης, με μόνο φως τις νέον αντανακλάσεις των διαφημιστικών πινακίδων (η δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς είναι αριστουργηματική), ο Μποντ επιστρέφει δυναμικά. Οσο στιλάτος κι εξωτικός οφείλει, όσο παράλογος κι ανίκητος απαιτούμε.
Απλά ο Μέντες, με τον τρόπο που το έκανε κι ο Κρίστοφερ Νόλαν στην μυθολογία του Μπάτμαν, αποφασίζει να ενδυναμώσει τους χαρακτήρες, να εμπιστευτεί τους ηθοποιούς του, να πετάξει τα περιττά: Ενα μόνο γκάτζετ, το μαρτίνι σερβίρεται χωρίς να ακουστεί η ατάκα, και επιστροφή στο ανυπέρβλητο Bond αμάξι - την Aston Martin DB5 του '63.
Κι όσο για τον Ντάνιελ Κρεγκ: ο Μποντ πλέον είναι δικός του. Τον φοράει ακομπλεξάριστα, δυναμικά, πατώντας στα δικά του στιβαρά βήματα. Αφήνοντας τα δικά του ανεξίτηλα ίχνη στην ιστορία. Και πιστέψτε μας: αυτή η ιστορία θα έχει μέλλον. 007 is back and reporting for duty.