Εχοντας μεταναστεύσει εδώ και χρόνια από την Τιφλίδα, ο Αντώνης, φιλόδοξος και πρόθυμος να ανελιχθεί κοινωνικά και να γυρίσει την πλάτη στις ρίζες του, διατηρεί σχέση με την κόρη του αφεντικού του, την οποία και ετοιμάζεται να παντρευτεί. Ο αδερφός του, ο Λευτέρης, από την άλλη, αρνείται να ζήσει στο σήμερα, παραμένει αδύναμος και αφελής, ενώ η συμπεριφορά του γίνεται όλο και πιο περίεργη. Η ιστορία μας ξεκινά όταν ο Αντώνης επισκέπτεται την μητέρα του, τη Ρήνα και τον αδερφό του για να τους ανακοινώσει τον γάμο του και να τους γνωρίσει τη μέλλουσα γυναίκα του.
Μια τριμελής οικογένεια, μια μητέρα, με δύο αγόρια, ένα ατελές σχήμα που στο «Γάλα» μοιάζει σχεδόν καταδικασμένο, από μια σειρά ακόμη κατάρες. Φτωχοί, μετανάστες, απάτριδες. Ο μεγάλος γιος θέλει να ξεκόψει, να γίνει Ελληνας, μα κουβαλά ένα μεγάλο βάρος: τον μικρό του αδελφό, πληγωμένο, σχιζοφρενή, προσκολλημένο στις αναμνήσεις μιας πατρίδας που μετά βίας θυμάται, σε ένα απόγευμα στο γήπεδο σε μια ιδέα για την αγάπη, το θάρρος, την τιμή, την δόξα που δεν έχει αντίκρυσμα στον κόσμο των «λογικών».
Αναμεσά τους μια μητέρα. Μια γυναίκα αδύναμη, που όμως τους τσακίζει. Θύμα και θύτης, παραδομένη στην κατάσταση των πραγμάτων, στην αποδοχή των συνεχών λαθών της. Στην επανάληψή τους. Περισσότερο από χαρακτήρες, από αληθινούς ανθρώπους και οι τρεις ήρωες στο «Γάλα» είναι σχεδόν σύμβολα κάτι βαθύτερου. Της πατρίδας, του αδιεξόδου, της ελπίδας... ταιριάξτε πάνω τους ότι θέλετε.
Κι αυτό είναι ένα τεράστιο εμπόδιο στην προσπάθεια να τους νοιαστείς, ένα αξεπέραστο πρόβλημα για να μπορέσει η ταινία να σε κερδίσει.
Για τους δημιουργούς της κινηματογραφικής εκδοχής του θεατρικού του Βασίλη Κατσικονούρη, σινεμά μοιάζει να σημαίνει το άνοιγμα του κλειστού χώρου της σκηνής, στον έξω κόσμο: Ονειρικά φλας μπακ, μεταφορά της δράσης εκτός του στενάχωρου υπόγειου σπιτιού, πλάνα που θέλουν να εντυπωσιάσουν, η κάμερα σε ρόλο ζογκλερ. Μόνο που προσπαθώντας να αποτινάξει την θεατρικότητα στο επίπεδο των εικόνων, ξεχνά να κάνει το ίδιο για τους χαρακτήρες, τον τρόπο που χτίζεται το σενάριο, τις οδηγίες προς τους ηθοποιούς.
Η ένταση, η ψυχολογική αγωνία, η σκιαγράφηση των όσων σαλεύουν απειλητικά κάτω από την επιφάνεια, δεν είναι κάτι που επιτυγχάνεται με την δραματικότητα, με την συνεχή υπερβολή σε χαρακτήρες και πλάνα.
Μια μητέρα σαν αυτήν που υποδύεται η Ιώαννα Τσιριγκούλη δεν χρειάζεται να αγγίξει τα όρια της καρικατούρας για να μας πείσει για το δράμα της.
Ενα αγόρι που πάσχει από ψυχασθένεια δεν χρειάζεται να κινηματογραφηθεί με τρόπο τόσο «επιθετικό», εντυπωσιακό και εν τέλει απόλυτα προβλέψιμο.
Μια κατάβαση στην κόλαση, μπορεί να γίνει πιστευτή ακόμη και χωρίς μια μπανάλ, ενοχλητικά προφανή σκηνή, όπως αυτή της καθόδου του πρωταγωνιστή σε ένα ακόλαστο μπαρ.
Το φιλμ του Σιούγα, ασφαλώς κι έχει αρετές, τόσο στις εικόνες όσο και στο κουκούτσι της ιστορίας του, μόνο που μοιάζει να αγνοεί την δύναμη του υπαινιγμού, την αντήχηση του ψιθύρου, την ισορροπία του μέτρου στην αφήγηση στις εικόνες στις ερμηνείες.
Και γι αυτό, αντί για μια πληγωμένη, επώδυνη, συγκινητική ιστορία, καταλήγει να μοιάζει με ένα εκκωφαντικό, συχνά γκροτέσκο μελόδραμα, που δεν καταφέρνει ούτε να συγκινήσει ούτε να σε αγγίξει, όσο κι αν το θες.