Σανγκάη, 1941. Η Αμερική δεν έχει ακόμα εμπλακεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία δεν έχει ακόμα επιτεθεί στο Περλ Χάρμπορ. Ο αμερικανός κατάσκοπος Πολ Σόουμς καταφτάνει στο ηλεκτρισμένο κλίμα της πόλης, όπου Ιάπωνες κατακτητές και κινεζική αντίσταση παίζουν τα τελευταία τους χαρτιά πριν την μεγάλη έκρηξη. Η δολοφονία του συνεργάτη του θα γίνει η αφορμή για να παρασυρθεί κι ο ίδιος σε μία δαιδαλώδη έρευνα στο επικίνδυνο πολιτικό παρασκήνιο όπου ο πόλεμος έχει από καιρό ξεσπάσει ανάμεσα σε ισχυρούς επιφανείς γκάνγκστερ, Ιάπωνες ασφαλίτες, femmes fatales, φιλόδοξους Ναζί, ξένους πράκτορες και ντόπιους αντάρτες.
Λινό κουστούμι, ρεπούμπλικα, άφιξη με υπερωκεάνιο. Τροπικές επικίνδυνες νύχτες, καμπαρέ, χαρτοπαιξία, γυναίκες με αινιγματικό εξωτικό βλέμμα. Η ατμόσφαιρα εποχής της κινεζικής μεγαλούπολης που σιγοβράζει στο καζάνι της Ιστορίας δίνεται θεαματικά, χάρη στην σκηνογραφία του Τζιμ Κλέι («Τα Παιδιά των Ανθρώπων»), τα κουστούμια της Τζούλι Βάις (“Hollywoodland) και, κυρίως, τη διεύθυνση φωτογραφίας του Μπενουά Ντελόμ (“The Proposition”).
Επιπλέον, ο σουηδός σκηνοθέτης Μίκαελ Χάφστρομ («Η Τελετή») έχει στα χέρια του την αφρόκρεμα των ασιατών σταρ και τον αγαπημένο του αμερικανό πρωταγωνιστή από παλιότερη συνεργασία (ο Κιούζακ πρωταγωνιστούσε στο «1408»). Τι μπορεί λοιπόν να πήγε ανεπανόρθωτα στραβά, ώστε το αποτέλεσμα να είναι ένα κατασκοπικό θρίλερ τόσο πλούσιο και κενό ταυτόχρονα, τόσο χαοτικό και ανώφελο, τόσο καταιγιστικό και άνευρο;
Παρασκηνιακοί λόγοι παραπέμπουν σε μία παραγωγή που αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες στο γύρισμα (οι Κινέζοι αρνήθηκαν τα γυρίσματα εντός χώρας) και κόλλησε δύο χρόνια στο μοντάζ. Οι καθαρά κινηματογραφικοί λόγοι αποτυχίας όμως καταδεικνύουν το αδύναμο σενάριο: πολύ κακό για το τίποτα. Λείπει ο στιβαρός άξονας γύρω από τον οποίο θα περιστραφεί το χαοτικό πολιτικό παρασκήνιο, η ιστορία που θα ρουφήξει τον θεατή και θα κερδίσει την προσοχή του, το δέλεαρ για να νυχτοπερπατήσει ιντριγκαρισμένος στην επικίνδυνη πλευρά της πόλης. Λείπουν οι χαρακτήρες, οι ήρωες, οι αντιήρωες. Ας ήταν σχηματικοί, με την παλιομοδίτικη, νοσταλγική έννοια των ασπρόμαυρων νουάρ, αλλά ας είχαν παράστημα, στήσιμο, μυστήριο, γοητεία. Κανείς δεν πιστεύει τον Κιούζακ για κατάσκοπο, την Λι για αντάρτισσα, τον -πάντα εξαιρετικό και εδώ ανεκμετάλλευτο- Γουατανάμπι για πραγματική απειλή. Στην οθόνη τρέχουν, πυροβολούν, ανατινάζονται. Στο κάθισμά σου, βαριέσαι.
Και όσο για την ερωτική ιστορία: όποιος επιχειρήσει, έστω και διαφημιστικά, να ξανασυνδέσει την «Σανγκάη» με την «Καζαμπλάνκα», ας κοιτάξει απλά ένα χάρτη. Εκατοντάδες χιλιάδες μίλια μακριά...