Το «Shame» είναι μια εκπληκτική ταινία. Οχι επειδή παγιδεύει τον απόλυτα μοναχικό ερωτισμό της Νέας Υόρκης, όχι επειδή η φωτογραφία της είναι ένα στολίδι και η μουσική της χαϊδεύει τις αισθήσεις, όχι επειδή είναι γεμάτη σεξ, όχι επειδή η Κάρεϊ Μάλιγκαν είναι όσο χρειάζεται κατεστραμένη και ο Μάικλ Φασμπέντερ πρότυπο ανδρισμού και, ομολογουμένως, εξαιρετικά προικισμένος. Αλλά επειδή, σε πείσμα όλων αυτών και παρά τη σκέψη που έχει αφιερωθεί στην εικαστική ποιότητα της ταινίας, είναι ένα φιλμ σκληρό, επώδυνα προσωπικό και αποκαλυπτικά ωμό.
Οπως είχε κάνει και με το «Hunger», ο κατά προτεραιότητα εικαστικός Στιβ ΜακΚουίν, επιλέγει προσεκτικά τι περιέχει το κάδρο του και πώς το προσεγγίζει, ώστε να προσθέτει στοιχεία στους ήρωες και στις σιωπές τους. Το στιλ του είναι η αφαιρετική πολυτέλεια.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, ο Μπράντον, ο κολασμένος ήρωας του Μάικλ Φασμπέντερ, τιμωρεί αλλεπάλληλα τον εαυτό του. Είναι ένας μετρίων προσδοκιών άντρας, με μια αυστηρά τακτοποιημένη ζωή. Δουλεύει σε μια σχετικά επιτυχημένη εταιρεία, έχει ένα εργένικο στιλάτο διαμέρισμα όπου το κάθε πράγμα έχει τη θέση του, όπως και η κάθε στιγμή της ζωής του. Η σεξουαλικότητά του είναι το πρώτο του μέλημα. Είτε κάνει σεξ, είτε κάνει διάλειμμα αυτοϊκανοποίησης, είτε διεκδικεί ένα γυναικείο σώμα – ή περισσότερα. Είναι κυνηγός. Οι γυναίκες είναι το θήραμα. Η κατάκτησή τους είναι η στιγμιαία επιβράβευση, μέχρι το επόμενο κυνήγι. Δεν είναι ένας άντρας εθισμένος στο σεξ. Το σεξ είναι ο τρόπος λειτουργίας του μυαλού του.
Περισσότερο απ’ ό,τι με το σεξ, ο Μπράντον έχει εμμονή με το να μη χάσει τον έλεγχο, να μη χάσει την αυτοσυγκέντρωση που απαιτεί η συνεχής αυτοτιμωρία του. Οταν ο Μπράντον νιώθει, αυτό του κάνει κακό. Ο τίτλος της ταινίας είναι «Shame», ντροπή, ενοχές. Ο ήρωας καλύπτει με το σελοφάν του εκτελεστή τα συναισθήματά του γιατί του είναι ειδεχθή. Σ’ αυτόν τον κόσμο προσγειώνεται η αδελφή του και φέρνει στον κόσμο του αναστάτωση, όχι επειδή είναι drama queen και πληθωρική, αλλά ακριβώς επειδή μετουσιώνει τις καλά κρυμμένες, σιωπηλές ενοχές, την ντροπή του αγοριού και των αδικαιολόγητων ενστίκτων του.
Οτιδήποτε περισσότερο αναλυθεί για τον ήρωα αγγίζει τα spoilers. Το σίγουρο είναι ότι βρίσκει τον ιδανικό ερμηνευτή της στον Μάικλ Φασμπέντερ που βυθίζεται με κλασική τραγικότητα στο ρόλο του. Το ότι ο Φασμπέντερ είναι ένας πολύ όμορφος ζεν πρεμιέ είναι σ’ αυτήν την περίπτωση συμπτωματικό: το δημιουργικό δίδυμο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστεί υπερβαίνει κατά πολύ τις εξωτερικές απαιτήσεις γιατί μοιράζεται την ίδια ψυχή.
Το «Shame» είναι μια εκπληκτική ταινία που δεν πρέπει να σκεφτεί κανείς πολύ. Το επιβάλλει η ίδια: είναι μια ταινία των αισθήσεων που ερεθίζουν απ’ ευθείας τα κατάλληλα κέντρα του εγκεφάλου και οι αντιδράσεις οφείλουν να είναι ενστικτώδεις, με το ζωικό τρόπο του ήρωα και, ελπίζουμε, με καλύτερη κατάληξη.