Την άνοιξη του 1965, ο Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, λίγο πριν παραλάβει το Νόμπελ Ειρήνης, ηγείται της προσπάθειας των Αφροαμερικάνων να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη ψήφο. Οι επαφές του με τον Λίντον Τζόνσον και τα πολιτικά παιχνίδια γύρω από ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα τον αναγκάζουν να οργανώσει μια ειρηνική πομπή από την πόλη Σέλμα έως το Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας αλλά και το ολοένα αυξανόμενο πάθος της κοινότητας για ισότητα.
Από την πρώτη κιόλας του σκηνή, το «Selma» φανερώνει όλα του τα χαρτιά – καρφώνει στο χάρτη την Αμερική του 1965, τοποθετεί σε πρώτο πλάνο τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ξεκινάει από το ιδιωτικό της συζήτησης ενός ζευγαριού πριν φτάσει στο πανανθρώπινο και από το εσωτερικό ενός δωματίου πριν βγει οριστικά και με τη δύναμη ενός οδοστρωτήρα στο δρόμο.
Σε ευθεία αναλογία με τον ήρωά του – ακόμη κι αν μιλάμε για μια μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων που έπαιξαν το δικό τους ρόλο στα γεγονότα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μια ηγετική μορφή – το «Selma» είναι το ίδιο επιθετικό, μελαγχολικό και κυρίως το ίδιο χωρίς ίχνος ενοχής στρατευμένο, έτοιμο να χάσει τα πάντα προκειμένου να αποδείξει το δίκιο του και πετύχει το σκοπό του.
Και ενώνοντας τη φωνή του με αυτή του Ντείβιντ Ογιέλοου – σε μια από τις πραγματικά αξιοσημείωτες ερμηνείες των τελευταίων χρόνων – το φιλμ της Αβα ΝτoυΒερνέ γίνεται το ίδιο Ιστορία, γράφοντας ένα από αυτά τα κεφάλαιά της που λίγοι γνωρίζουν εκτός Αμερικής ή ακόμη και εκτός της Αφροαμερικανικής κοινότητας.
Υπό άλλες συνθήκες μια τέτοια ταινία – που προσπαθεί να φωνάξει περισσότερο και από τον «φωνακλά χωριάτη» - όπως τον χαρακτήριζε ο Μάλκολμ Χ – Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, θα έχανε γρήγορα το δίκιο της, αλλά και το οπόιο καλλιτεχνικό της οικοδόμημα. Μόνο που η ΝτουΒερνέ ξέρει (ακαδημαϊκό) σινεμά, τουλάχιστον τόσο ώστε να διακόπτει τον ακτιβισμό με μικρές σκηνές που τελικά μιλούν πιο δυνατά και από την ίδια την κατάκτηση της ψήφου από τους Αφροαμερικάνους εκείνη την ιστορική στιγμή για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι σκηνές στο Λευκό Οίκο (με το χαμηλότονο δίδυμο των Τομ Γουίλκινσον και Τζιοβάνι Ριμπίζι), αυτή η μία αποκαλυπτική σκηνή με τον Μάλκολμ Χ, η πρώτη εμφάνιση της Οπρα Γουίνφρι να θέτει το πρόβλημα και να αποδεικνύει πως ναι κάπου κάπως κάποτε αυτή η γυναίκα θα είχε την καριέρα μιας μεγάλης ηθοποιού, κάνουν το «Selma» να θυμίζει ένα μικρό «Lincoln» - με τα μεγέθη των δύο ταινιών να βρίσκονται βέβαια έτη φωτός μακριά, ειδικά για όσους θα συμφωνήσουν πως η ταινία του Σπίλμπεργκ αποτελεί ένα αριστουργηματικό αντιρατσιστικό μανιφέστο για τους αιώνες.
Η ΝτουΒερνέ παρασύρεται και ίσως να μην μπορεί να κάνει αλλιώς, όταν στο δεύτερο μέρος οι ιστορικές πορείες των Αφροαμερικάνων στη Σελμα γίνονται ο σκοπός για τον οποίο αγιάστηκαν όλα τα μέσα πριν και μετά στην δική τους Ιστορία. Το σύνθημα είναι «Go» με όλο το φτηνό μελοδραματισμό που φέρει μια τέτοια ιαχή, ο θεατής συμπάσχει και το αίσθημα της δικαίωσης απλώνεται σαν μια κραυγή ανακούφισης πως μερικοί αγώνες σε αυτή τη ζωή έχουν αποτέλεσμα.
Γνωρίζοντας, ωστόσο, τις διαστάσεις μιας μικρής ταινίας που εκ των υστέρων απέκτησε φήμη πολλαπλάσια της πραγματικής της έκτασης, η ΝτουΒερνέ παλεύει μέσα της προσπαθώντας να αποδείξει και τη ματαιότητα των ίδιων αγώνων που – ειρωνικά και υπέρ της – μοιάζουν σήμερα να μην έχουν καν αρχίσει, με αφορμή τα γεγονότα στο Φέργκιουσον.
Παραδίδοντας τελικά μια στιβαρή, μόνότονη (με τον τρόπο που είναι κάθετι στρατευμένο), στρογγυλεμένη ταινία που στο φινάλε της σε δικαιώνει, ακόμη κι αν στη διαδρομή της δεν ρισκάρει τα πάντα όπως ο ατρόμητος, εμβληματικός πρωταγωνιστής της.
Διαβάστε ακόμη: Oscars 2015: O Σπάικ Λι τα χώνει στην Ακαδημία για το σνομπάρισμα του «Selma»