O Σαμπά ήρθε στη Γαλλία πριν δέκα χρόνια από τη Σενεγάλη και άρχισε να κάνει διάφορες εποχιακές δύσκολες δουλειές. Η Aλίς, πρώην στέλεχος επιχειρήσεων, έχει εγκαταλείψει την καριέρα της και προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της προσφέροντας βοήθεια σε μία εθελοντική οργάνωση. Και οι δύο προσπαθούν να «απεγκλωβιστούν» από το αδιέξοδο της ζωής τους, μέχρι που η μοίρα θα τους φέρει κοντά.
Αν η προηγούμενη ταινία των Ερίκ Τολεναντό κι Ολιβιέ Νακάς έγινε τεράστια επιτυχία παγκοσμίως ακόμη κι αν είχε ως κεντρικό πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο με σχεδόν ολική παράλυση, γιατί να μην συμβεί το ίδιο και την επόμενη κομεντί τους που αυτή τη φορά είχε σαν ήρωα έναν δίχως άδεια παραμονής μετανάστη στο Παρίσι.
Ομως οι «Αθικτοι» ήταν βασισμένοι στην συνταγή του αταίριαστου ζευγαριού, οπότε κι εδώ για να συμπληρωθούν τα απαραίτητα υλικά προσθέτουν στην συνταγή και μια businesswoman σε κρίση που θα ανακαλύψει ξανά, μέσα από την τριβή της με τους λιγότερο τυχερούς κάτι από το joie de vivre.
Η αλήθεια είναι πως το «Samba» δεν είναι ούτε το ίδιο αστείο, ούτε το ίδιο τρυφερό με την προηγούμενη ταινία των Γάλλων σκηνοθετών, είναι όμως υπερβολικά πολύ πιο συγκαταβατικό απέναντι στους χαρακτήρες του και πολύ περισσότερο «υπολογισμένο» για να πατήσει τα σωστά κουμπιά των θεατών του.
Κι αυτό είναι και το μεγαλύτερο ελάττωμά του.
Μπορεί η ηθική του στάση απέναντι στην μετανάστευση να είναι για παράδειγμα σωστή (ακόμη κι αν είναι μάλλον αμήχανη και απλοϊκή) και να είναι αρκετά έξυπνο ώστε να μην αφήνεται ξεδιάντροπα σε όλα τα κλισέ που ελλοχεύουν σε κάθε γωνία, αλλά δεν παύει να μοιάζει φτιαγμένο με ζυγαριά ακριβείας που υπολογίζει το γέλιο, την συγκίνηση και την πολιτική ορθότητα ή την έλλειψή της, με λεπτομέρεια χιλιοστού.
Κι έτσι ακριβώς μοιάζει μάλλον ειρωνικό το γεγονός ότι η ταινία καταλήγει ελλιποβαρής, τόσο στο γέλιο, την συγκίνηση και την όποια συναισθηματική αλήθεια.