Μετά από ένα καταστροφικό ατύχημα στο Grand Prix του 1976 στο Νερμπουργκρίνγκ που θα μπορούσε να τον βρει νεκρό, ο οδηγός της Formula 1 Αυστριακός Νίκι Λάουντα επιστρέφει αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του, Βρετανό Τζέιμς Χαντ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Φούτζι της Ιαπωνίας.
Ακαταμάχητο.
Αυτή είναι μια λέξη που περιγράφει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη το «Rush», μια ταινία φτιαγμένη με τόση φροντίδα στην κάθε της λεπτομέρεια που αψηφά τον κίνδυνο του «ειδικού» θεματός της, της όχι γνωστής σε όλους πραγματικής ιστορίας της και ρισκάρει να μοιάζει με ένα αυθεντικό μελόδραμα των 70s, αφού πριν έχει δώσει ουσιαστικό νόημα στον όρο «entertainment» και έχει τερματίσει κάθε πιθανή κινηματογραφική αναπαράσταση των αγώνων ταχύτητας.
Ναι, θα μπορούσες να κατηγορήσεις τον Ρον Χάουαρντ για τη μισή και παραπάνω φιλμογραφία του, αλλά και για το γεγονός πως πολύ σπάνια κατάφερε να ξεπεράσει τη χρυσή μετριότητά του και να δείξει πως θα μπορούσε να είναι ένας πραγματικά εμπνευσμένος δημιουργός - ας θεωρήσουμε καλύτερη στιγμή του μέχρι σήμερα το «Frost/Nixon».
Στο «Rush», ο Χάουαρντ, όμως, μοιάζει να εμπνέεται ταυτόχρονα και από τους δύο ήρωές του.
Από τη μία είναι για πρώτη φορά ορμητικός, διασκεδαστικός και σέξι (όπως ο Τζέιμς Χαντ) και από την άλλη αυστηρός, μελετημένος και οργανωμένος (όπως ο Νίκι Λάουντα), συνδυάζοντας δύο αντίθετες φιλοσοφίες εργασίας που υπό άλλες συνθήκες θα έκαναν μια ταινία να μοιάζει διχασμένη.
Οχι, όμως το «Rush», το οποίο καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα πάρα πολλά πράγματα (και σχεδόν όλα επιτυχημένα), χωρίς να χάνει στιγμή την ομοιογένειά του και κυρίως το ρυθμό του.
Σε μια πρωτοφανή ισορροπία δυνάμεων, ο Χάουαρντ αφηγείται μια ιστορία – αυτής της σχέσης των δύο παγκόσμιων πρωταθλητών, του Βρετανού Τζέιμς Χαντ και του Αυστριακού Νίκι Λάουντα – τόσο για όσους γνωρίζουν τα πραγματικά γεγονότα και γνωρίζουν τι σήμαινε να είσαι σταρ της Formula 1 εκείνη την εποχή, όσο και για όσους δεν έχουν παρακολουθήσει ποτέ στη ζωή τους αγώνες ταχύτητας και ο μόνος λόγος για τον οποίο γνωρίζουν το άθλημα είναι επειδή κάποτε ο Τομ Κρουζ είχε γυρίσει το «Days of Thunder».
Πατώντας πάνω στο στιβαρό σενάριο του Πίτερ Μόργκαν (υπεύθυνος τόσο για το σενάριο του «Frost/Nixon» όσο και για το κομψοτέχνημα της «Βασίλισσας» του Στίβεν Φρίαρς), ο Χάουαρντ μοιράζει τον κινηματογραφικό του χρόνο ανάμεσα στους δύο συναρπαστικούς ήρωές του, σκηνοθετεί τουλάχιστον δύο σκηνές αγώνων που θα άξιζαν να μπουν σε ανθολογία, αποτίει θριαμβευτικό φόρο τιμής στα 70s (τόσο που η ταινία νιώθεις πως γυρίστηκε τότε) και καταλήγει να έχει στα χέρια του ένα φιλμ σκέτο «entertainment» που λογικά θα μπορούσε ήδη να καταχωρηθεί ως η καλύτερη ταινία για τη Formula 1 που γυρίστηκε ποτέ.
Μόνο που το «Rush» δεν είναι αυτό. Οι αγώνες – όσο συναρπαστικά κι αν είναι γυρισμένοι, όσο λυρικά και αν αναδεικνύουν τις εντάσεις των ηρώων, όσο σινεμασκόπ και αν μαγεύουν τον θεατή με την αγωνία τους – είναι εδώ μόνο το φόντο.
Σε πρώτο πλάνο, τα πραγματικά αεροδυναμικά οχήματα του φιλμ είναι οι δύο πρωταγωνιστές του: ο Λίαμ Χέμσγουορθ στο ρόλο του επιπόλαιου, bon viveur, ακούραστου εραστή και ριψοκίνδυνου Τζέιμς Χαντ και ο Ντάνιελ Μπρουλ, που σηκώνοντας το βάρος του πιο περίπλοκου Νίκι Λάουντα κάνει την ιστορία του ένα σπαρακτικό οδοιπορικό επιβίωσης και πάθους σε μια από τις καλύτερες – μέχρι στιγμής – ερμηνείες της χρονιάς.
Μαζί και οι δύο δυναμιτίζουν κάθε σκηνή στην οποία βρίσκονται, μεταφέροντας όλο τον ενθουσιασμό ενός εθισμού με προορισμό το θάνατο, σαν γνήσιοι χολιγουντιανοί σταρς μιας άλλης εποχής, σχεδόν εκείνης στην οποία ανήκει και το ίδιο το «Rush»: όταν οι ταινίες ήταν απλές, διάφανες, καλά εκτελεσμένες, χωρίς πολλά δεύτερα επίπεδα και μπορούσαν να σε παρασύρουν σε ένα ακαταμάχητο χορταστικό δίωρο που θα θυμάσαι για καιρό.
Αν και μακριά από το αριστούργημα, το «Rush» είναι όσο πιο κοντά έφτασε ποτέ ο Χάουαρντ στον τερματισμό.
Διαβάστε και δείτε εδώ περισσότερα για το «Rush» του Ρον Χάουαρντ.