Δύο γυναίκες συναντιούνται σε μπαρ της Ρώμης. Η μία είναι Ισπανίδα, φλογερή και αυθόρμητη, λέει ό,τι σκέφτεται και ζει για τη στιγμή. Η άλλη, Ρωσίδα, πιο ντροπαλή και συνεσταλμένη, μοιάζει να τεστάρει τα όριά της. Περπατάνε στους πιο ρομαντικούς νυχτερινούς δρόμους της Ευρώπης κι όταν καταλήγουν στο ξενοδοχείο της μίας, και οι δύο γνωρίζουν πολύ καλά τι θα συμβεί. Μέσα σε λίγα λεπτά τα γυμνά τους σώματα αποκαλύπτονται στην κάμερα και θα παραμείνουν εκτεθειμένα στο θεατή για όλη τη διάρκεια της ταινίας. Οι πραγματικές τους ταυτότητες, τα μυστικά και τα συναισθήματά τους όμως, χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να απογυμνωθούν.
Η Αλμπα, η νεαρή Ισπανίδα, μοιάζει με αγρίμι που βουτά στη ζωή με ένστικτο, αρπάζει και γεύεται. Η Νατάσα θυμίζει ανθρώπους που ακόμα περιμένουν τις ζωές τους να ξεκινήσουν. Τουλάχιστον έτσι πιστεύουμε, καθώς σ' ένα one night stand ο καθένας μπορεί να προσποιηθεί όποιον εαυτό επιλέξει. Ακόμα περισσότερο αν βρίσκεται σε ξένη γη, μακριά από όσα του δίνουν ταυτότητα και τον κρατάνε δέσμιο αυτής.
Ο Χούλιο Μέντεμ («Εραστές του Αρκτικού Κύκλου») δεν είχε ποτέ πρόβλημα με το γυμνό. Αν όμως στο «Σεξ και η Λουσία» ο ερωτισμός ήταν ένα πέρασμα από τη σάρκα στο πνεύμα, από το φυσικό στο μεταφυσικό, εδώ το γυμνό σώμα μοιάζει να μην είναι απλά ο καμβάς, η φόρμα της ιστορίας, αλλά η ιστορία η ίδια. Υπάρχει μια παγίδα ανάμεσα στην ελεύθερη καταγραφή και στον αποπροσανατολισμό. Η τόλμη να κινηματογραφείς την αλήθεια του θέματός σου είναι αξιέπαινη. Αρκεί όμως να ξέρεις ποια είναι η αλήθεια και ποιο το θέμα σου.
Ο Μέντεμ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το κυριολεκτικό. Οι ταινίες του δεν γνώριζουν γραμμικής αφήγησης, φλερτάρουν με το μυστήριο ενός δικού τους υπερρεαλισμού, διεγείρουν πρώτα το συναίσθημα και μετά το μυαλό σου. Το κάρμα, η ύπαρξη, οι τραγωδίες της θνητής μας φύσης, όλα περνούν από το φίλτρο της συναισθηματικής νοημοσύνης του Μέντεμ κι από τα φίλτρα των φακών του που πάντα πλάθουν ένα σύμπαν γοητευτικών ατμοσφαιρικών, οριακά παραμυθένιων, εικόνων.
Σ' αυτό το remake όμως (γιατί πρόκειται για διασκευή του Μέντεμ στο χιλιανό δράμα του 2005 «En la Cama») το στιλ στρέφεται εναντίον της ίδιας της ουσίας. Ο αισθησιασμός των πλάνων παραμένει στην ηδονοβλεπτική του επιδερμίδα. Επιπλέον, ο εγκλωβισμός της ιστορίας σε τέσσερις τοίχους, πέραν της κατάρας μιας αναπόφευκτης θεατρικότητας, στερεί από τον Μέντεμ κάποια χαρακτηριστικά «εργαλεία» της μεταφυσικής του διαλέκτου – όπως το να τοποθετεί τους ήρωές του σε φυσικά τοπία. Σύμβολα και αλληγορίες μέσω της τέχνης, της ζωγραφικής και της ρωμαϊκής ιστορίας προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό, αλλά καταλήγουν αφελή. Το βάρος πέφτει στις ερμηνείες, αλλά όσο τολμηρές κι αν είναι οι δύο πρωταγωνίστριές του (με την Ελενα Ανάγια να κλέβει την παράσταση, κάτι που σύντομα θα διαπιστώσετε και στον Αλμοδόβαρ) η αναμέτρηση ανάμεσα στα εκφραστικά τους πρόσωπα και τα σμιλευμένα τους χυμώδη κορμιά δεν έχει καμία τύχη.
Δυστυχώς αυτό που υπόσχεται ο τίτλος, το πετυχαίνει: ό,τι συμβαίνει στη Ρώμη, παραμένει στη Ρώμη. Σ' ένα δωμάτιο που δεν άνοιξε ποτέ το παράθυρό του στο πανανθρώπινο σινεμά του Μέντεμ.