O Tζακ έχει τα γενέθλιά του. Η Μαμά του, λίγο πιο δίπλα, φτιάχνει την τούρτα του. Εκείνος μουρμουρίζει, ζωγραφίζει, εκείνη αγωνιά να πετύχει κάτι στο γλάσο που να μοιάζει εορταστικό. Δεν τα καταφέρνει πολύ καλά. Κάτι δεν μοιάζει σωστό στην εικόνα. Κάτι περίεργο συμβαίνει αλλά δε θα το ανακαλύψουμε αμέσως καθώς μέσα από το βλέμμα και την αντίληψη του μικρού αγοριού όλα είναι στη θέση τους. Ολα βρίσκονται μέσα σ' ένα Δωμάτιο: η Καρέκλα, το Τραπέζι, η Γούρνα, ο Φωταγωγός, η Μαμά του που τον αγαπά και τον φροντίζει και του λέει ιστορίες και παίζει μαζί του. Η Μαμά που έχει δημιουργήσει ένα ολόκληρο σύμπαν σε 10 τετραγωνικά μέτρα για να μην υποφέρει το παιδί της. Για να μην τρομάξει. Για να τον προφυλάξει από την απάνθρωπη πραγματικότητα. Η Μαμά που τον κλείνει προστατευτικά στην Ντουλάπα, το κρεβατάκι του, όταν ο Γέρο-Νικ, ο απαγωγέας της, ανοίγει την πόρτα ασφαλείας της καλύβας για τη βραδινή του επίσκεψη. Ο Τζακ έχει τα γενέθλιά του. Και η Μαμά του ξέρει ότι έχει έρθει η ώρα να του πει την αλήθεια. Να τον κάνει συνωμότη της στην απόδρασή τους. Ο Τζακ πρέπει να μάθει ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί έξω. Κι αυτό θα είναι το ίδιο επώδυνο κι εξίσου τρομαχτικό και για τους δύο. Οπως κάθε κόψιμο του ομφάλιου λώρου...
Το 2010, η ιρλανδή συγγραφέας Εμα Ντόναχιου είχε φτάσει πολύ κοντά (στην μικρή λίστα των 6) στο να κερδίσει το Βραβείο Μπούκερ για το ομώνυμο μυθιστόρημά της «Room». Σε εκείνην ανέθεσε και το εξαιρετικά δύσκολο πρότζεκτ της κινηματογραφικής μεταφοράς του, ο σκηνοθέτης Λένι Εϊμπραμσον. Μόνο εκείνη θα μπορούσε να ελιχθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες της μυθιστορηματικής φαντασίας που είναι αδύνατον να επικοινωνήσεις κινηματογραφικά (αυτή ήταν και η παγίδα στην οποία είχε πέσει ο Πίτερ Τζάκσον με το «Lovely Bones»), κρατώντας σταθερό το νήμα της αφήγησης στην καρδιά της ιστορίας: τη σχέση μητέρας-παιδιού.
Γιατί, σε πρώτο επίπεδο, βιώνει κανείς το θρίλερ μίας 26χρονης κοπέλας που ζει έγκλειστη στην μαύρη τρύπα που την έριξε πριν 9 χρόνια ο διεστραμμένος, βίαιος απαγωγέας της. Πώς έχει φτιάξει την καθημερινότητά της για να προστατέψει το παιδί που γεννήθηκε στο άθλιο Δωμάτιο δύο χρόνια μετά. Πώς τον έχει ιντριγκάρει να πιστεύει ότι αυτά τα 10 τετραγωνικά είναι όλος ο Κόσμος, πυροδοτώντας όμως τη φαντασία του για να τον βλέπει τεράστιο, θαυμαστό, γεμάτο εκπλήξεις. Με μία δεύτερη ανάγνωση όμως νιώθεις ότι το παιδί την προστάτεψε επίσης: της έδωσε λόγο να μην αυτοκτονήσει, αποστολή για την κάθε μέρα της, ταυτότητα. Κι αν καταφέρουν να το σκάσουν, αν κληθούν να βγουν από αυτή την «μήτρα» έξω στο φως, όταν εκείνο δε θα χρειάζεται τη σφιχτή της αγκαλιά, εκείνη πώς θα το αντέξει;
Ο Εϊμπραμσον (o Ιρλανδός σκηνοθέτης και του ιδιαίτερου «Frank» με τον Μάικλ Φασμπέντερ) πετυχαίνει έναν μικρό θρίαμβο και δικαιολογημένα βλέπει την μικρή ταινία του στην τελική ευθεία της οσκαρικής κούρσας. Στο πρώτο μέρος, όταν η κάμερά του βρίσκεται κι εκείνη έγκλειστη με τον Τζακ, τη μαμά του κι όλους εμάς σ' έναν ασφυκτικό χώρο, ο σκηνοθέτης καταφέρνει το ακατόρθωτο. Οσο βλέπουμε το Δωμάτιο μέσα από τη φαντασία του αγοριού, κι εκείνο μοιάζει να ανοίγει καλειδοσκοπικά, μαγικά, σαν ακορντεόν που ξεδιπλώνεται με έξτρα ανάσες, με τον Εϊμπραμσον να ανακαλύπτει μονίμως ευφάνταστους τρόπους να κινηματογραφίσει τέσσερις μίζερους τοίχους. Οταν θα το δούμε από την πλευρά της ενήλικης Μαμάς, η εικόνα θα είναι σοκαριστικά διαφορετική, παρόλο που η σκηνογραφία παραμένει ίδια. Επιπλέον, κάθε φορά που ο Γέρο Νικ εισβάλει στο σύμπαν τους, ο Εϊμπραμσον μας κλείνει και εμάς προστατευτικά στην Ντουλάπα. Δε εκμεταλλεύεται την ευκαιρία βίαιου εντυπωσιασμού για να μας ανατριχιάσει. Ξέρουμε πολύ καλά τι συμβαίνει.
Στο δεύτερο μέρος, η σκηνοθετική αποστολή είναι πιο δύσκολη. Χωρίς την ένταση του θρίλερ ο Εϊμπραμσον πρέπει να μας κοινωνήσει ένα ακόμα πιο σύνθετο, ψυχαναλυτικά αχαρτογράφητο κομμάτι: την ενηλικίωση (τόσο του παιδιού, όσο και της μαμάς που ήταν παιδί κι έγινε ξαφνικά μητέρα). Της αγάπης που μπορεί να είναι και βαθιά εγωιστική. Τον ρόλων μας στη ζωή που πάντα μας εγκλωβίζουν σε αόρατα δωμάτια. Κι εκεί, η κάμερά του παραμάνει διακριτική - τόσο που μπορεί να κατηγορηθεί ότι δεν απογειώνει τη δραματουργία.
Δεν πειράζει. Γιατί ο μεγαλύτερος θρίαμβός του κρύβεται στα σφιχτά του κοντινά: στο έμψυχο δυναμικό του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Μπρι Λάρσον έχει σαρώσει τα βραβεία για την ερμηνεία της και βαδίζει με σίγουρα βήματα προς το πρώτο της Οσκαρ. Είναι εξαιρετικά άδικο που ο μικρός της συνωμότης, ο πιτσιρικάς Τζέικομπ Τρέμπλεϊ δεν φιγουράρει κι εκείνος στην πεντάδα του Β' Ανδρικού. Η Λάρσον (όπως μας είχε επιδείξει ξανά στο «Short Term 12») έχει μία απαράμιλλη, νατουραλιστική εκφραστικότητα, την οποία χειρίζεται με χειρουργική ακρίβεια και πειθαρχία. Σπάνια τόσο έντονα δραματικές ερμηνείες δε γίνονται εύκολες, ή μελό. Εξαιρετικά δύσκολο να παραμένουν ωμές. Να βλέπεις το κορίτσι, κι όχι την ηθοποιό. Την πληγή, κι όχι τις ραφές της.
Κι όσο για τον Τρέμπλεϊ, η ταινία θα είχε καταρρεύσει με πάταγο αν αυτό το old-soul παιδάκι δεν είχε το δαιμονισμένο ταλέντο, αν δεν έκρυβε μία αλλόκοτη ωριμότητα στο βλέμμα του, μία ενήλικη θλίψη στην γλύκα του.
Ολα και όλοι όμως είναι αποτέλεσμα του Εϊμπραμσον. Εκείνος, σαφώς, τους έχει θέσει τα όρια, τους έχει κλείσει στο ερμηνευτικό τους δωμάτιο και δεν έχει επιτρέψει παραφωνίες και μελό εντυπωσιασμούς. Είναι μία ταινία δημιουργού. Ενός δημιουργού από τον οποίο περιμένουμε πολλά και στο μέλλον.