Ο Βίνσεντ έχει αφήσει πίσω του το παρελθόν - τόσο την Ρουθ, τη χαοτική, αλκοολική πρώτη γυναίκα του και τον Ρόκο, τον ενήλικο, πάντα μπλεγμένο σε φασαρίες γιο του, όσο και την δική του βρώμικη δράση. Υπήρξε εκτελεστής του υπόκοσμου, αλλά τώρα έχει χτίσει μία νέα ζωή - κυριολεκτικά, ως εργολάβος κατασκευαστής. Με αυτή την ιδιότητα γνώρισε την κλασάτη νέα του σύζυγο, Σάντι, έτσι μεγάλωσε τον Ντίτζεϊ, το γιο της από προηγούμενο γάμο, ως δικό του. Με εκείνον συνταξιούχο πλέον, έχουν οικογενειακά αποσυρθεί στο ήσυχο Μέιν, μακριά από τη βαβούρα της Βοστώνης. Μάλιστα αυτή την Πρωτοχρονιά θα την περάσουν, ακόμα πιο ήρεμα, στο εξοχικό τους στο βουνό.

Μόνο που η γαλήνη δε θα κρατήσει πολύ. Μέσα στη νύχτα, καταφθάνει φανερά αναστατωμένος ο Ρόκο, μαζί με την προχωρημένα έγκυο κοπέλα του Μαρίνα και την λιπόθυμη από το αλκοόλ μητέρα του Ρουθ. Η έλευσή τους αναστατώνει τις ισορροπίες του σπιτιού: νυν και πρώην σύζυγος δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά, η Σάντι στραβώνει με όλο το σόι σπίτι τους, αλλά ο Βίνσεντ ταράζεται ακόμα πιο βαθιά. Αυτή δεν είναι μία απλή επίσκεψη. Από ποιον κρύβεται ο Ρόκο; Σύντομα όλα θα βγουν στο φως, καθώς δύο εκτελεστές και παλιοί γνώριμοί του θα τους χτυπήσουν την πόρτα.

Από το τρέιλερ, τα πόστερ, το μάρκετινγκ της ταινίας, το νέο αυτό πρότζεκτ του Ντίτο Μοντιέλ («Εγχειρίδιο Αναγνώρισης Αγίων», «Boulevard», «Ο Επιζών») διαφημίζεται ως μαύρη κωμωδία. Κι η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν κάποια πρώτα υλικά που θέλουν να δίνουν αυτή την υπόσχεση. Ο Μπιλ Μάρεϊ ως μαφιόζος με poker face κι ο Πιτ Ντέιβιντσον ως το αφελές πρωτοπαλίκαρο να ανταλλάσουν κυνικές ατάκες, ή η Τζένιφερ Κούλιτζ που μοιάζει να ξεβράστηκε από το «The White Lotus» κι ερμηνεύει την πρώην σύζυγο με την χωρίς-φίλτρο αυθάδεια, την υπερσεξουαλική αθυροστομία και την σήμα-κατατεθέν τρέλα της.

Δυστυχώς όμως, όποιος μπει στην αίθουσα πιστεύοντας ότι θα δει μία ανατρεπετική, ανίερη black comedy, του Ταραντινικού ή Κοενικού είδους, που ενώνει το absurd χιούμορ με το βίαιο αστυνομικό νουάρ, θα απογοητευθεί οικτρά. Οχι μόνο γιατί το σενάριο αποδεικνύεται μετριότατο (όσο κι αν προσπαθεί να ανακατέψει την δράση με τη γνωστή τακτική των flashbacks, όσο κι αν πιστεύει ότι χτίζει ανατροπές κι αποκαλύψεις, οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται και δεν ενδιαφέρουν), αλλά και γιατί το ύφος, ο τόνος, η θερμοκρασία της ταινίας είναι εντελώς off. Οταν πλέον αποκαλυφθεί και η τελευταία πράξη της πλοκής, ο Μοντιέλ πιστεύει ότι σου κλείνει το μάτι: με τον Δούρειο Ιππο της κωμωδίας, εκείνος τελικά ήθελε να σου πει κάτι αρκετά σοβαρό για το διαγενεακό τραύμα. Τι κρίμα που δεν το έκανε με την βαρύτητα ενός «History of Violence», ή έστω μιας cultιάς όπως το «The Limey».

Αλλά και αυτό θα το παρέβλεπε κανείς, αν η διαδρομή ήταν έξυπνη και κοφτερή. Οχι, το off-beat χιούμορ δεν είναι τόσο έξυπνο όσο ο δημιουργός θα ήθελε να πιστεύει - ούτε «Fargo», ούτε «Gross Point Blank», ούτε καν «Breaking News in Yuba County». Γι' αυτό κι αναπόφευκτα το μυαλό κάνει συγκρίσεις, όπου ο Μοντιέλ χάνει από τα αποδυτήρια. Οσο γοητευτικός κι αν είναι πάντα ο Μπιλ Μάρεϊ, όσο κι αν ο Πιτ Ντέιβιντσον κουβαλά τις περγαμηνές του SNL στην κωμική αμηχανία, οι δυο εκτελεστές δεν φτάνουν το ζευγάρι των Τραβόλτα-Τζάκσον του «Pulp Fiction». Ούτε η Ευρωπαία φιλενάδα που βάζει όλους στη θέση τους είναι τόσο καλογραμμένη όσο η αντίστοιχή της Μαρία ντε Μεντέιρος. Ούτε ο πάντα στιβαρός Εντ Χάρις μπορεί να κάνει πολλά με τον αντιήρωά του χωρίς ένα δυνατό σενάριο. Και η θεότητα Κούλιτζ, χωρίς πραγματικό ρόλο, μοιάζει με καρικατούρα του εαυτού της.

Μία σειρά από μεμονωμένες ιδέες κι ένα λαμπερό καστ δεν είναι αρκετά. Μετά τους τίτλους τέλους νιώθεις όπως μετά από ένα ακόμα οικογενειακό τραπέζι με όλο το αταίριαστο σόι - σαν να έχασες την Κυριακή σου.