Στη Μινεσότα του 1990, ο αστυνομικός ντετέκτιβ Μπρους Κένερ ερευνά την υπόθεση της νεαρής Αντζελα, η οποία κατηγορεί τον πατέρα της, Τζον Γκρέι, για ένα ανομολόγητο έγκλημα. Οταν ο Τζον αναπάντεχα και χωρίς τη θελησή του παραδέχεται την ενοχή του, ο διάσημος ψυχολόγος Δρ. Ρέινς τον βοηθάει να ξαναζήσει τις μνήμες του και αυτό που θα ανακαλύψει θα είναι ένα φρικιαστικό μυστήριο εθνικών διαστάσεων.
Aν η «Σκοτεινή Ανάμνηση» είναι το πρώτο σοβαρό στραβοπάτημα του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ (το «Agora» δεν πιάνει γιατί ήταν οκ) , αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως ο Χιλιανός σκηνοθέτης υπήρξε ένας από τους πιο συναρπαστικούς δημιουργούς του δεύτερου μισού των 90s και του πρώτου μισού των 2000s με τουλάχιστον πέντε ταινίες, σχεδόν η μία καλύτερη από την άλλη («Thesis», «Ανοιξε τα Μάτια», «Οι Αλλοι», «Η Θάλασσα Μέσα Μου»).
Τελείως έξω από τα νερά του, αν και επιστρέφει στο αγαπημένο του σύμπαν του τρόμου, ο Αμενάμπαρ αποπειράται εδώ να δώσει βάθος και υπόσταση σε ένα θρίλερ της σειράς που μοιάζει σαν να βασίζεται σε ένα best-seller τσέπης, αλλά είναι γραμμένο από τον ίδιο και ίσως γι’ αυτό το αντιμετωπίζει σαν την πιο σπουδαία ταινία που γύρισε ποτέ με περίτεχνες γωνίες λήψεις, ελεγειακή ατμόσφαιρα και ψυχολογικά τερτίπια που προορίζονται στο θυμικό του θεατή.
Αν εξαιρέσει κανείς το υγρό, σκοτεινό και απειλητικό τοπίο της Μινεσότα και προσπαθήσει να δικαιώσει τον Ιθαν Χοκ που ακολουθεί εντολές γιατί ο ίδιος στην πραγματικότητα κάτι πάει να κάνει, όλο το φιλμ του Αμενάμπαρ καταρρέει από πολύ νωρίς στηριγμένο στο απόλυτο κενό που μοιάζει να βασιλεύει στα θεμέλια του και που ειδικά από το σημείο των αποκαλύψεων και μετά μοιάζει να έχει δαιμονιστεί από το... τίποτα.
Το... κακό ξεκινάει ήδη από τους τίτλους αρχής, όπου ο Αμενάμπαρ θέλει οπωσδήποτε να προειδοποιήσει πως ό,τι θα ακολουθήσει βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, πιστεύοντας προφανώς πως η ιστορία του θα «κλωτσήσει» απο αναληθοφάνεια ή από υπερβολική κινηματογραφική αδεία.
Το πρόβλημα της «Σκοτεινής Ανάμνησης» δεν βρίσκεται όμως στο σενάριο που – μεταξύ μας – θα γινόταν ένα σπουδαίο ωριαίο αστυνομικό τηλεοπτικό επεισόδιο για το πόσα παράλογα τελικά μπορεί να πιστέψει το ανθρώπινο μυαλό. Το πρόβλημα εντοπίζεται στη διάθεση του Αμενάμπαρ να τρελάνει τον θεατή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που τρελαίνεται ο ήρωάς του προσπαθώντας να ξεδιαλύνει μια υπόθεση σατανισμού, ακριβώς πάνω στην εμφάνισή του στην Αμερική των αρχών της δεκαετίας του ’90 – όταν το FBI αρχειοθετούσε τις υποθέσεις τελετών σατανισμού μην γνωρίζοντας προφανώς πως να τις χειριστεί ή αν πρέπει εξαρχής να τις πιστέψει.
Με αργούς (και βασανιστικούς, να το πούμε) ρυθμούς, έμφαση στην ατμόσφαιρα που δεν γεννιέται από την ιστορία αλλά από την πομπώδη μουσική και την περίτεχνη φωτογραφία και μια σειρά από ψυχαναλυτικά τρικ (ώστε να μάθουμε και δύο τρία πράγματα για την «αναδρομή»), ο Αμενάμπαρ ξεδιπλώνει το μυστήριο τόσο επικά βαρετά που όταν λήγει και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του ψυχολογικού θρίλερ στο πρώτο ημίωρο δεν υπάρχει τίποτα για να κρατήσει το ενδιαφέρον σου ζωντανό.
Με σειρά από απανωτά κλισέ (ο άθεος που θα πιστέψει, το θύμα που γίνεται θύτης, η συλλογική υστερία που γεννούν οι αστικοί θρύλοι) και με φόβο μην φανεί ότι σκηνοθετεί μια φτηνή αστυνομική ιστορία με ολίγη από σατανά, ο Αμενάμπαρ θέλει ντε και καλά να προσδώσει στην ταινία του ένα πέπλο οικουμενικότητας, μια επίφαση σοβαροφάνειας και ένα λούστρο βαρυσήμαντης αλληγορίας για τις αναπάντεχες κρυψώνες του κακού σε κάθε εποχή.
Αυτό που καταφέρνει είναι να παραδώσει μια αδιάφορη ταινία που εύχεσαι να είχε το σασπένς των «Αλλων» και την τρέλα του «Ανοιξε τα Μάτια», αλλά που τελικά διαθέτει μόνο την ακούραστη ανία μιας υπόθεσης που δεν σε ενδιαφέρει καθόλου, που μοιάζει σαν να μην παίρνει μπρος ποτέ και που σπαταλά διάφορα ταλέντα στη διαδρομή: σίγουρα αυτό του Ιθαν Χοκ, σε μικρότερο βαθμό αυτό της Εμα Γουότσον που δεν είναι κακή (ηθοποιός) μέχρι αποδείξεως του αντίθετου και φυσικά του ίδιου του Αμενάμπαρ που από το «ok» του «Agora» φτάνει στο «not ok» του «Regression» που κι ο ίδιος θα ευχόταν να παραμείνει στη φιλμογραφία του ως μια... σκοτεινή ανάμνηση.