Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός τότε βλέποντας το πρώτο μέρος της φιλόδοξης διαστημικής όπερας του Ζακ Σνάιντερ με τίτλο «Rebel Moon: Part 1 - A Child of Fire» καταλαβαίνεις πως μάλλον είναι άδικος κόπος να περιμένεις το «Rebel Moon – Part Two: The Scargiver» για να τηνεξιλεώσει με κάποιον (μαγικό) τρόπο από την απίστευτη μετριότητα, πόσο μάλλον να οδηγήσει την ιστορία σε ένα ενδιαφέρον φινάλε.
Η ταινία συνεχίζει το έπος της Κόρα και των επιζώντων πολεμιστών, που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα πολεμώντας μαζί με τους γενναίους κατοίκους του Βελντ για να υπερασπιστούν το νέο τους σπίτι. Την παραμονή της μάχης, οι πολεμιστές πρέπει να αντιμετωπίσουν το παρελθόν τους, αποκαλύπτοντας ένας προς ένας γιατί πολεμούν.
Η πρώτη σχεδόν ώρα της ταινίας κυλά με χαλαρούς ρυθμούς. Ο Σνάιντερ προετοιμάζει το ταμπλό της αναμενόμενης επικής τελικής αναμέτρησης του με σεναριακό exposition γεμάτο από flashbacks και επιβλητικούς μονολόγους, θέλοντας να χτίσει τους δεσμούς μεταξύ των ηρώων του αλλά και την προσωπικότητα τους, δημιουργώντας μια αχρείαστη και άβολη «κουμπαγιά» ατμόσφαιρα. Κι όλα αυτά καθώς το ρολόι μετρά αντίστροφα με τους υπόλοιπους χαρακτήρες να ετοιμάζονται πυρετωδώς για τη μάχη μαζεύοντας σιτηρά...
Δεν υπάρχει η πραγματική ρανίδα έμπνευσης σε ό,τι ξεδιπλώνεται μπροστά σου, φέρνοντας συνεχώς αναφορές (για άλλη μια φορά) από τους «Επτά Σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάουα, αυτή την φορά όμως σε ευθύ ρεμίξ με την «Επιστροφή των Τζεντάι» - κι όχι το αποτέλεσμα δεν τιμά καμιά από τις δυο ταινίες, παραμένει ανοικονόμητα βαρετό και αδιάφορο.
Κάπου κάπως κάποτε κρύβεται μια ελπίδα ότι όλα αυτά κάπως θα καλυτερέψουν στο επόμενο μισό της ταινίας, αλλά όταν η δράση πάρει μπρος, τα λέιζερ αρχίζουν πέφτουν βροχή, τα... φωτόσπαθα (;) αρχίζουν να πετσοκόβουν, η μάχη χτυπά τις μπορδοροδοκόκκινες αποχρώσεις του εντυπωσιακού θεαθήναι και ήρωες και κακοί αρχίζουν να σκοτώνονται, το μόνο πράγμα που αναρωτιέσαι είναι πραγματικά ποιος νοιάζεται για όλα αυτά;
Και η αλήθεια είναι πώς να νοιαστείς εσύ όταν ο ίδιος ο Σνάιντερ δεν φαίνεται καν να ενδιαφέρεται όχι μόνο για την πλοκή, η οποία μοιάζει να είναι αποκαρδιωτικά βαρετή, και τους ίδιους τους χαρακτήρες του, αλλά ακόμα και τη δράση η οποία είναι πηγμένη στις slow-mo σκηνές (ακόμα περισσότερες από όσες περίμενες πως θα ήταν δυνατό να υπάρχουν σε μια ταινία – ομολογουμένως με κάποιες να ξεχωρίζουν σε επίπεδο ομορφιάς), και στις βαρύγδουπες ατάκες προκειμένου να μοιάζουν (και καλά) πιο δραματικές.
Ανεξήγητα πάντως το «Rebel Moon – Part Two: The Scargiver» καταλήγει να είναι ένα σκαλί χειρότερο από την πρώτη ταινία. Κάτι που απογοητεύει όταν περιμένεις τουλάχιστον πως η μάχη δεν θα ήταν μόνο σωτηρία αυτού του μικρού ειρηνικού χωρίου, αλλά και σωτηρία ενός ολόκληρου franchise. Aλλά με την προοπτική πως ίσως δούμε και μια τρίτη ταινία στο μέλλον (αν όντως το Netflix αποφασίσει πως αξίζει να επενδύσει στο όραμα του Σνάιντερ), το ερώτημα δεν παύει να παραμένει: ποιος πραγματικά νοιάζεται;