31 χρόνια γάμου μετρούν οι 60-και-κάτι Κέι και Αρνολντ, ένα ζευγάρι που αγαπιέται αλλά με τον συμβιβασμένο πλέον, δρομολογημένο τρόπο μίας παγερής οικειότητας. Δεν κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, ούτε καν στο ίδιο δωμάτιο, εδώ και χρόνια. Δεν αγγίζονται, δεν φιλιούνται, μιλάνε με ευγένεια, αλλά δεν συζητάνε. Εκείνη ξέρει πώς εκείνος τρώει τα αβγά του, εκείνος την προσέχει, την νοιάζεται, την παίρνει ως δεδομένη. Μόνο που η Κέι ξυπνά μια μέρα με αποφάσεις: θέλει ξανά τον έρωτα πίσω. Βρίσκει στο Internet έναν διάσημο σύμβουλο γάμου και κλείνει ραντεβού στο γραφείο του, στην μικρή κωμόπολη του Χόουπ Σπρινγκς, ένα ταξίδι που θέτει στο Αρνολντ ως τελεσίγραφο. Οι δυο τους αρχικά θα τοποθετηθούν μουδιασμένοι, επιθετικοί, διστακτικοί μπροστά στις ασκήσεις του ψυχολόγου, αλλά σταδιακά θα καταλάβουν ότι όλα όσα παρέδωσαν αμαχητί στο πέρασμα του χρόνου, τους ανήκουν ακόμα. Πρέπει απλά να τους επιτρέψουν να (ξανα)βγουν από μέσα τους. Πρέπει ακόμα και τώρα να προσπαθήσουν για το γάμο τους, να αναβιώσουν τη σχέση τους. Ποτέ δεν είναι αργά...
Το 2009 το «Είναι Μπερδεμένο» της Νάνσι Μέγιερς, μία αντίστοιχη ρομαντική κομεντί για μεσήλικες, κατάφερε να μας κάνει να γελάσουμε με τις υπαρξιακές ανησυχίες και τα ερωτικά μπερδέματα των 60άρηδων ηρώων - ίσως γιατί μας αιφνιδίασε με την διαφορετική ανάγνωση που μας πρότεινε, ίσως γιατί είχε ενισχύσει την πρωταγωνιστική ιστορία με αξιολάτρευτους δεύτερους χαρακτήρες (Τζον Κραζίνσκι), ίσως γιατί δίπλα στην ναυαρχίδα Μέριλ Στριπ μπορεί τελικά να σταθεί μονάχα κάτι αιρετικό - όπως ο Αλεκ Μπόλντγουϊν.
Τώρα ο Ντέιβιντ Φράνκελ, o σκηνοθέτης της Στριπ στο «Ο Διάβολος Φορούσε Prada», επιχειρεί να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά ...κάπως διαφορετικά. Να πιάσει το θέμα του συζυγικού τέλματος λίγο πιο σοβαρά, λίγο πιο ωμά, λίγο πιο θλιμμένα. Γνωρίζοντας πολύ καλά να κινηματογραφεί τις αμηχανίες των ηθοποιών του, στοχεύει στο να βγάλει γέλιο μέσα από τις ανθρώπινες αδυναμίες, την ταραχή, το ξεγύμνωμα - συμβολικό και κυριολεκτικό.
Ολα αυτά υπέροχα - ως γενική ιδέα και πρόθεση. Υπάρχει όμως μία βαθιά ειρωνεία στην προσέγγιση αυτής της... «ώριμης» δραμεντί: ο Φράνκελ από την μία μοιάζει έτοιμος να μας φέρει σε δύσκολη θέση παρουσιάζοντας τολμηρά τους γονείς μας να συζητούν, αναλύουν, λαχταρούν τη σεξουαλική επαφή, από την άλλη γεμίζει τις σκηνές του με τόσα κλισέ, που τίποτα δεν καταλήγει να μας σοκάρει, να μας ταρακουνήσει, να μας συγκινήσει πραγματικά. Το αστείο μιας γυναίκας που τρώει μια μπανάνα, επιχειρώντας να μάθει «κόλπα» πρέπει να κάνει μόνο τους 60άρηδες θεατές να γελάνε. Η Μέριλ Στριπ στα γόνατα σε ερωτικό κινηματογράφο να προσπαθεί να ικανοποιήσει τον Τόμι Λι Τζόουνς, αλλά να καταλήγει με κλάματα, είναι επίσης ένα εύρημα τόσο συντηρητικό, που, αυτόματα, αναιρεί την τολμηρή του ύπαρξη στην ταινία.
Οι ηθοποιοί κάνουν ό,τι μπορούν. Ο Τζόουνς στο ρόλο του άκαμπτου γεροξεκούτη, ο οποίος λυγίζει μπροστά στην τεντωμένη ανάγκη της γυναίκας του, θα μπορούσε να είχε απογειώσει το ρόλο μ' ένα άλλο σενάριο που θα του επέτρεπε να δείξει αυτό το ξανάνιωμα - σταδιακά, ανθρώπινα κι όχι σαν βεβιασμένα μελωμένο χολιγουντιανό χάπι εντ. Και η Μέριλ Στριπ πόσες φορές να σώσει σενάρια με τις δικές της μικρές επεμβάσεις; Να δυναμώσει άνοστες στιγμές παίζοντας με τις σιωπές της, το νευρικό στρίψιμο του λαιμού, το στεγνό στόμα που καταπίνει, τα βλέμματα στο ταβάνι και στο πάτωμα;
Κακά τα ψέματα. Χωρίς ένα καλογραμμένο σενάριο το ταλέντο ή η χημεία των πρωταγωνιστών μπορούν να κρατήσουν τα προσχήματα μέχρι ενός σημείου. Η μεγαλύτερη απογοήτευση της ταινίας είναι ότι από την μέση και μετά την υπαγορεύεις στον εαυτό σου. Ξέρεις ακριβώς τι θα γίνει, πώς θα γίνει και πότε. Κι αυτό κάνει τη σχέση μας με ό,τι διαδραματίζεται στην οθόνη προβλέψιμη, συμβιβασμένη και παγερά οικεία. Σαν έναν βαλτωμένο γάμο για τον οποίο είναι πια πολύ αργά.